Συστημική Ψυχοθεραπεία (Οικογενειακή Ψυχοθεραπεία)
Το ξεκίνημα της θεραπείας συχνά συνοδεύεται από συναισθήματα ντροπής, αγωνίας, καχυποψίας, φόβου κριτικής ή και αίσθησης ανεπάρκειας. Η θεραπεία ξεκινάει με κάποια όρια συνεργασίας. Είναι εστιασμένη στο ‘έδώ-και-τώρα’ και έχοντας κατά νου πως πρόκειται για οικογενειακή Συστημική Ψυχοθεραπεία, στόχος είναι να υπάρξει συνεργασία με κάθε μέλος της οικογένειας, εστιάζοντας στην διαδικασία αλληλεπίδρασης, παρά στα αίτια του προβλήματος. Το σύμπτωμα – πρόβλημα – διαταραχή είναι χρήσιμο για να στηρίξει τους κανόνες της οικογένειας και δεν ξεκινάει, ούτε τελειώνει στο άτομο, αλλά συνδέεται και με τους άλλους (χωρίς αυτό να σημαίνει πως στην απουσία των άλλων μελών δεν μπορεί να προχωρήσει κάποιος σε ατομική θεραπεία). Το οικογενειακό σύστημα εξετάζεται στην ολότητά του, γιατί οι αλλαγές στην συμπεριφορά ενός μέλους του, επιφέρουν αλλαγές (και) σε κάποιο άλλο. Έτσι, η ανάλυση των συμπεριφορών ενός μόνο μέλους ή του κάθε μέλους ξεχωριστά, δεν μπορεί να αναδείξει πως κινείται στο σύνολό της η οικογένεια, διότι το σύνολο της οικογένειας είναι κάτι περισσότερο από το άθροισμα των συμπεριφορών των μελών της. Ο θεραπευτής είναι εκεί για όλους και έτσι μπορεί να βοηθήσει ταυτόχρονα στην αποφυγή δυαδικών ή τριγωνοποιημένων συμμαχιών (π.χ. μητέρα ζητάει από τον πατέρα να «συνετίσει» το ανυπάκουο παιδί τους) που συχνά χρησιμοποιούνται για ανακούφιση της έντασης στις σχέσεις ή για επιβολή κάποιων κανόνων.
Η οικογένεια βοηθιέται ώστε να κάνει τις δικές τις συνδέσεις μέσα από την αλληλεπίδραση της με τον θεραπευτή. Οι ερωτήσεις του θεραπευτή βοηθούν στην παραγωγή πληροφοριών, στην βιωματική διαδικασία αντίληψης του ‘σχεσιακού καμβά’ μεταξύ των μελών, στην προ(σ)κληση για αλλαγή, στην αυτονομία και την διευκόλυνση εύρεσης νέων λύσεων ή/και απαντήσεων σε αυτό που την απασχολεί. Στόχος είναι αρχικά να υπάρξει δέσμευση των μελών στην θεραπεία.
Το σύμπτωμα (ή διαταραχή) κάποιου μέλους εξυπηρετεί για να λύσει τα προβλήματα της οικογένειας τα οποία υποδεικνύει. Η θεραπεία εστιάζει στους τρόπους λειτουργίας της οικογένειας ως προς τα συμπτώματα που την οδήγησαν στην θεραπεία. Λαμβάνοντας υπόψιν τον κύκλο ζωής της οικογένειας
(π.χ. την γέννηση ενός παιδιού, τον γάμο ενός άλλου, τον χωρισμό των γονιών κτλ.), διερευνάται το ιστορικό από την φάση δημιουργίας της οικογένειας μέχρι σήμερα. Συνηθισμένο είναι στις αλλαγές των φάσεων ζωής της οικογένειας να δημιουργούνται κάποια ‘συμπτώματα’ που στόχο έχουν να υποδείξουν τις ανάγκες της οικογένειας. Όταν δεν υπάρχει ομαλή μετάβαση από την μια φάση στην άλλη, το οικογενειακό σύστημα οδηγείται στο άγχος. Η οικογένεια μπορεί να έχει οξύ άγχος από ένα πρόσφατο γεγονός (π.χ. απώλεια) ή χρόνιο άγχος που συνήθως είναι αποτέλεσμα του προηγούμενου (δηλ. από το οξύ άγχος). Έτσι, σε επίπεδο θεραπείας, αναζητούνται τα ψυχικά αποθέματα της οικογένειας, ώστε να συνεχίσει η ομαλή μετάβαση στα επόμενα στάδια και να υπάρξει αναδόμηση σε επίπεδο αλληλεπιδράσεων/σχέσεων μεταξύ των μελών της οικογένειας. Φυσικά η φάση ζωής της οικογένειας δεν εξαρτάται μόνο από τις σχέσεις των μελών αλλά και από τα συμβάντα που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν (π.χ. την απώλεια ενός μέλους της). Εξετάζονται επίσης, τα ταμπού, οι στάσεις, οι προσδοκίες και οι πεποιθήσεις της οικογένειας και παράλληλα αναζητούνται σχεσιακά μοτίβα δεσμών που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά. Μέσα στους αλληλεπιδραστικούς κύκλους μεταξύ των μελών μιας οικογένειας χτίζονται κάποιοι κανόνες συμπεριφοράς (π.χ. η σύζυγος ετοιμάζει το φαΐ και το μεσημέρι τρώει όλη η οικογένεια μαζί, το παιδί κλαίει και ο πατέρας καθησυχάζει την μαμά που του φωνάζει, το ζευγάρι μαλώνει και το παιδί διακόπτει να ζητήσει κάτι που του στερούνε κτλ.).
Φυσικά εξετάζονται πάντα και τα υποσυστήματα, αυτά των γονέων/συζύγων ή των παιδιών/αδερφών. Αυτό γίνεται γιατί οι συνήθεις αντιδράσεις είναι να υπάρχει συμμετρία (ισότητα ή/και ανταγωνισμός τύπου ‘εγώ είμαι ίδιος με εσένα’ κτλ.) ή συμπληρωματικότητα (κατώτερος/ανώτερος, με την έννοια ότι κάποιος εξουσιάζει και περιμένει τον άλλον να συμπληρώσει τα κενά που αφήνει ο ρόλος που έχει αναλάβει). Μπορεί σε κάποια σημεία οι σχέσεις να είναι συμμετρικές (π.χ. ‘να δούμε πως θα αντλούμε μαζί και οι δυο ικανοποίηση από την εργασία) και σε άλλα συμπληρωματικές (π.χ. ‘ εγώ θα κάνω αυτές τις δουλειές στο σπίτι και εσύ αυτές’). Προσπάθεια γίνεται μέσα από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις να υπάρξει ένα μείγμα από συμμετρικές και συμπληρωματικές σχέσεις. Στην προσπάθεια να επικρατήσει κάποιος μέσα στην οικογένεια δεν είναι λίγες οι φορές που αναζητά κάποιον έξω από αυτήν (π.χ. ειδικό ψυχικής υγείας, ιερέα, δάσκαλο κ.ά.), ώστε να συνάψει μια «ανίερη συμμαχία» για να συντηρήσει τον κανόνα που έχτισε μέσα στις προηγούμενες αλληλεπιδράσεις του. Όταν παγιώνονται τα μη-βοηθητικά μοτίβα αλληλεπίδρασης τότε η δυναμική του συστήματος δεν ‘παράγει’ την απαραίτητη ‘ενέργεια’ για να οδηγηθεί στην αλλαγή (διαδικασία που ονομάζεται εντροπία) και ισορροπεί στην επανάληψη αυτού του μοτίβου (διαδικασία πουονομάζεται ομοιόσταση). Αυτή η δυσλειτουργία οφείλεται κατά πολύ στην ακαμψία του οικογενειακού συστήματος.
Ως προς τα θέματα που απασχολούν την οικογένεια π.χ. την ανορεξία ή την ψύχωση ενός παιδιού, η οικογένεια προσπαθεί συνήθως με τις ίδιες μη-αποτελεσματικές λύσεις να βοηθήσει τον ‘αναφερόμενο ασθενή’ - μέλος της οικογένειας, με αποτέλεσμα να καταλήγει σε έναν δυσλειτουργικό φαύλο κύκλο αλληλεπιδράσεων. Οι μη-αποτελεσματικές λύσεις συνήθως διακρίνονται σε απόπειρες να κάνουν τον άλλον να είναι πιο αυθόρμητος, να αποφύγει το ρίσκο (κυρίως όταν αυτό είναι αναπόφευκτο), να αντι-επιχειρηματολογεί και να υπερασπίζεται κάποιος τον εαυτό του επιβεβαιώνοντας τις κατηγορίες που του προσάπτουν τα άλλα μέλη της οικογένειας (π.χ. γιος: ‘η μαμά μου πάντα με κατηγορεί’, μητέρα: ‘μα είδατε που σας λέω ότι ο γιος μου είναι αυθάδης και θέλει να έχει πάντα τον τελευταίο λόγο χωρίς να σέβεται την μητέρα του;’). Στόχος είναι τα μέλη της οικογένειας (και κυρίως τα παιδιά) να μπορούν να διαφοροποιηθούν και οι αντιλήψεις και οι συμπεριφορές τους να μην αλληλεπικαλύπτονται από τα υπόλοιπα μέλη. Με λίγα λόγια, με το να υπάρξουν ξεκάθαρα όρια μεταξύ των ρόλων που έχει το κάθε άτομο στην οικογένεια. Αυτό χρειάζεται να συνοδεύεται και από κάποια ιεραρχία στους ρόλους. Για παράδειγμα, δεν μπορεί το παιδί να αποφασίσει για το μέλλον της οικογένειας.
Πάντα γίνεται προσπάθεια να υπάρξει ευελιξία όταν χρειαστεί να αλλάξουν οι ρόλοι (π.χ. το μεγάλο αδερφάκι φροντίζει το μικρό), οι κανόνες της οικογένειας, οι συνήθειες και οι ρουτίνες σε κάθε φάση ζωής της οικογένειας. Η αγάπη χρειάζεται να εκφράζεται με διακριτικό, αλλά και διακριτό (ως προς τα όρια) τρόπο. Το πρόβλημα υπάρχει όταν στις οικογένειες συμμαχεί με έναν ανεπαίσθητο τρόπο π.χ. κάποιος γονέας με αν παιδί, εναντίον του άλλου γονέα. Φυσικά αυτό μπορεί να συμβεί και σε ευρύτερα άλλα συστήματα, όπως το επαγγελματικό (π.χ. 2 υπάλληλοι συμμαχούν εναντίον του αφεντικού). Το όποιο σύμπτωμα (π.χ. κρίση πανικού παιδιού, ανευθυνότητα υπαλλήλων κτλ.), στην ουσία είναι ένα μεταφορικό μήνυμα που υποδεικνύει ένα πρόβλημα σε κάποιον άλλο τομέα του συστήματος (οικογένεια, εργασία, κράτος κτλ.). Έτσι στόχος είναι να δει το σύστημα, το σύμπτωμα μέσα σε ένα νέο πλαίσιο αντίληψης μέσω της θεραπείας, για να βρει την απαραίτητη κινητοποίησης προς την αλλαγή.
Συχνά ανατίθενται έργα για το σπίτι ώστε να ενισχυθεί η αλλαγή και να επιτευχθούν οι θεραπευτικοί στόχοι. Στα πλαίσια της ιεραρχίας που προειπώθηκε, καλό είναι να ληφθεί υπόψιν η μικροκουλτούρα της κάθε οικογένειας, πράγμα που δείχνει και την μοναδικότητά της. Η κουλτούρα περιλαμβάνει τις αξίες και τις πεποιθήσεις της οικογένειας που ορίζουν και το ‘αόρατο σύνολο’ κανόνων της. Φυσικά όπως δεν μπορεί να δει κάποιος το οικογενειακό σύστημα έξω από το ευρύτερο σύστημα, δηλαδή το κοινωνικό, έτσι δεν μπορεί να δει και το κάθε μέλος ανεξάρτητο και έξω από τους ρόλους που έχει στα υπόλοιπα υποσυστήματα της κοινωνίας (εργασία, διασκέδαση, φιλικές σχέσεις, συγγενείς). Τα (υπο)συστήματα ενώνονται γύρω από ένα σκοπό (π.χ. οι συνάδελφοι γύρω από την παραγωγή εργασίας, οι Έλληνες γύρω από την διατήρηση της εθνικής τους ταυτότητας κτλ.).
Η ιεραρχία σε κάθε οικογένεια συμπεριλαμβάνει και τις ευθύνες του κάθε ρόλου. Τα όρια ανάμεσα στις σχέσεις επιτρέπουν να αξιολογήσουμε την λειτουργία της οικογένειας. Βοηθούν τα μέλη μιας οικογένειας να διατηρούν την αυτονομία τους, ενώ παράλληλα οριοθετούν το εξωοικογειακό από το ενδοοικογενειακό περιβάλλον και δίνουν στα μέλη της οικογένειας την αίσθηση του ανήκειν. Όσο πιο ξεκάθαρα είναι τα όρια, τόσο πιο υγιείς δεσμούς μέσα στην οικογένεια έχει το κάθε μέλος της χωρίς να γίνεται δέσμιός της. Ο σκοπός της θεραπείας είναι να βοηθήσει να υπάρχουν ξεκάθαρα όρια, να διατηρείται η ιεραρχία, η αυτονομία και η αίσθηση του ανήκειν, καθώς και να υπάρχει παράλληλα κάλυψη των αναγκών όλων των μελών της οικογένειας. Όπου χάνονται οι ισορροπίες καλό είναι να υπάρχει ευελιξία.
Οι συχνές συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια είναι στο επίπεδο του δίκαιου-άδικου (δίνω-παίρνω) που καθορίζει και την σχεσιακή ηθική των μελών της οικογένειας. Δηλαδή όταν κάποιος δίνει στην οικογένεια αναζητά με αφοσίωση να του επιστραφεί κάτι αντίστοιχο ή παραπλήσιο. Η αφοσίωση συμπεριλαμβάνει το να είναι κάποιος αφοσιωμένος στους κανόνες που υπάρχουν στην οικογένεια, σε εξωτερικούς κανόνες και θεσμούς. Η δυσκολία σε αυτές τις περιπτώσεις οδηγεί σε διλήμματα σε σχέση με το που θα αφοσιωθεί κάποιος. Για παράδειγμα, δεν μπορεί κάποιος να είναι αφοσιωμένος σε όλους ταυτόχρονα και καλείται να επιλέξει-δεσμευτεί σε συγκεκριμένα άτομα. Έτσι το κέρδος είναι η αμοιβαιότητα προς κάποιον και το κόστος η απόσταση από κάποιον άλλον. Σημασία έχει, το άτομο που αφοσιώνεται και συνδέεται με την οικογένεια να μην χάσει την σύνδεση και αφοσίωση και στον εαυτό του (με την έννοια της επαφής με τα προσωπικά του συναισθήματα και ανάγκες). Άρα η θεραπεία μπορεί να προσφέρει τρόπους που να είναι διαθέσιμοι όλοι για όλους, με έναν τρόπο που να τους κρατάει διαθέσιμους και για τον εαυτό τους, ενώ παράλληλα αναγνωρίζονται τα δικαιώματα και η συμβολή στο οικογενειακό σύστημα. Έτσι μπορούν όλοι να δουν πώς αδικούνται, αλλά και πώς αδικούν. Ο θεραπευτής δείχνει σεβασμό σε όλους και γίνεται διερευνητικός μέσα από την θεραπευτική του περιέργεια και άλλοτε μπορεί να είναι προκλητικός και να δημιουργεί μια αταξία στο οικογενειακό σύστημα μέσα από τις συστημικές του υποθέσεις.
Αναζητούνται διαφοροποιήσεις στις συμπεριφορές (π.χ. ποιος είναι πιο παρεμβατικός ή λιγότερο παρεμβατικός γονέας κτλ. ), οι τρόποι που διατηρείται το πρόβλημα, από ποιους, και με ποιον τρόπο. Το παράδοξο είναι πως το πρόβλημα πάντα χρησιμεύει και σε κάτι στο ‘οικογενειακό παιχνίδι’ που παίζεται. Κάτι που συχνά βλέπουμε και στο υποσύστημα του ζευγαριού (που αργότερα γίνονται και γονείς), είναι πως με έναν παράδοξο τρόπο κάποιος μπορεί να ζητάει κάτι χωρίς να το αντέχει (π.χ. να ζητάει η σύζυγος το ενδιαφέρον του συζύγου και όταν το παίρνει, να πιστεύει πως το κάνει για να «της ρίξει στάχτη στα μάτια» και να κρύψει την ενοχή του για κάτι που της έκανε, π.χ. που την απάτησε). Φυσικά αυτό έχει να κάνει κατά πολύ με την πυρηνική οικογένεια στην οποία κάποιος μεγάλωσε. Οι εμπειρίες του ατόμου το ωθούν να ‘ζητάει’ συχνά και την επανάληψή τους (π.χ. ο απογοητευμένος ζητάει την απογοήτευση). Έτσι, όταν κάποιος αρχίζει να αντιλαμβάνεται την χρησιμότητα που έχει κάποια συμπεριφορά (ακόμη κι αν είναι δυσλειτουργική), μπορεί να ελευθερωθεί ή να επενδύσει πιο ενεργά σε αυτήν. Συχνά οι διακυμάνσεις μακριά από το γνώριμο προκαλούν αβεβαιότητα στα μέλη της οικογένειας, αλλά καθορίζουν κατά πολύ την αλλαγή και είναι μέρος της λύσης. Η λύση προσαρμόζεται στις αρχές του οικογενειακού συστήματος, ώστε να είναι πιο εύκολα προσβάσιμη. Ως προς την λύση, βοηθάει που η οικογένεια ως έμβιο σύστημα, έχει την ικανότητα να αυτοοργανώνεται, να εμπεριέχει την ιστορία του συστήματος και τις αλληλεπιδράσεις των μελών του και να εξελίσσεται.
Σε αλληλεπίδραση με το περιβάλλον και ως μέρος του περιβάλλοντος, συν-εξελισσόμαστε και συν-κατασκευάζουμε την πραγματικότητά μας. Ο παρατηρητής - ψυχοθεραπευτής σαν μέρος του οικογενειακού συστήματος που υποδέχεται, συμμετέχει στην συν-κατασκευή αυτή και αφουγκραζόμενος τις αφηγήσεις και τα υποκειμενικά νοήματα των μελών της οικογένειας, βοηθάει να γίνουν νέες κατασκευές-αφηγήσεις που να εξυπηρετούν το θεραπευτικό αίτημα της οικογένειας. Τέλος, ο θεραπευτής βοηθάει την οικογένεια να απαλλαγεί από την ιδέα πως είναι ένα με το πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι απλά το πρόβλημα, ανεξάρτητα από το που χρησιμεύει και πως συνδέονται τα μέλη της οικογένειας με αυτό!
Βιβλιογραφία
Boscolo, L., Cecchin, G., Hoffman, L. & Penn, P. (2007). Η συστημική οικογενειακή θεραπεία του Μιλάνου. Συζητήσεις για τη θεωρία και την πρακτική, Α. Τσάφος & Ε. Σαμαρά (μτφ.) - Β. Καφταντζή (επιμ). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Bowen, M.(1996). Τρίγωνα στην οικογένεια, Ε. Γκίκα (μτφ.) - Κ. Χαραλαμπάκη (επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Maturana, H. & Varela, F. (1992). Το Δέντρο της Γνώσης. Οι βιολογικές ρίζες της ανθρώπινης νόησης, Σ. Μανουσέλης (μτφ.) – Π. Μπουκαλάς (επιμ.). Αθήνα: Κάτοπτρο.
McGoldrick, M. & Gerson, R. (1999). Το Γενεόγραμμα: Εργαλείο αξιολόγησης για την οικογένεια, Α. Νίκας & Κ. Νικολάου (μτφ.). Αθήνα: Κέδρος.
Minuchin S. (2000). Οικογένειες και Οικογενειακή Θεραπεία, Φ. Αναγνωστόπουλος, Γ. Ανδρεάδη, Α. Γεωργίου κ.ά. (μτφ.) – Φ. Αναγνωστόπουλος (επιμ.). Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Weber, T., & Levine, F. (1995). Engaging the family: An integrative approach. In R. H. Mikesell, D.-D. Lusterman, & S. H. McDaniel (Eds.), Integrating family therapy: Handbook of family psychology and systems theory (p. 45–71). American Psychological Association.
Schlippe, Α. & Schweitzer, J. (2008). Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας και Συμβουλευτικής, Ε. Μοτάκη (μτφ.) - Β. Ιωαννίδου (επιμ). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Prigogine, I. (2003). Το τέλος της βεβαιότητας. Χρόνος Χάος και οι Νόμοι της Φύσης, Σ. Μαρουλάκος (μτφ.) Ι. Αντωνίου (επιμ.). Αθήνα: Κάτοπτρο.