Διαταραχές Σχετιζόμενες με Ουσίες
Οι Διαταραχές Σχετιζόμενες με Ουσίες έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ενώ μπορεί να σχετίζονται με διάφορες τοξίνες ή φάρμακα, αναφορά θα γίνει στις ευρέως διαδεδομένες ουσίες που είναι το αλκοόλ, η κάνναβη, η κοκαΐνη, τα ψευδαισθησιογόνα, τα οπιοειδή και τα υπνωτικά/αγχολυτικά (π.χ. Lexotanil κ.ά.).
Ενώ μπορεί κάποιες ουσίες να είναι κοινωνικά αποδεκτές, ο τρόπος χρήσης τους είναι αυτός που καθορίζει αν η χρήση τους είναι παθολογική ή όχι. Κυρίως η αναφορά στις συνέπειες και στο τι κάνει κάποιος για να συντηρήσει τη χρήση του, είναι που κάνει την χρήση παθολογική. Οι συνέπειες είναι πολυεπίπεδες και μπορεί να είναι καταστροφικές, πλήττοντας την οικογενειακή, κοινωνική, ερωτική, ακαδημαϊκή, επαγγελματική/οικονομική και πνευματική ζωή του ατόμου. Διάκριση στις Διαταραχές Σχετιζόμενες Με Ουσίες γίνεται ανάμεσα στην εξάρτηση από ουσίες και την κατάχρηση ουσιών. Η εξάρτηση, σχετίζεται με την αυξανόμενη ανάγκη του ατόμου για την ουσία ώστε να επιτευχθεί η τοξίκωση ή το αποτέλεσμα που επιθυμεί (δηλαδή ‘’να κάνει κεφάλι’’), λόγω της ανοχής του οργανισμού απέναντι στην ουσία. Εάν η λήψη μιας ουσίας διακοπεί και κυρίως εάν αυτό γίνει απότομα, ακολουθεί ένα σύνολο συμπτωμάτων επονομαζόμενο στερητικό σύνδρομο (‘’χαρμάνες’’) και το άτομο για να ανακουφιστεί ψάχνει την ίδια ή όμοια ουσία. Στην εξάρτηση συνηθίζεται η λήψη της ουσίας να υπερβαίνει την ποσότητα που είχε αρχικά σκοπό να πάρει το άτομο. Συνήθως έχουν προηγηθεί αποτυχημένες προσπάθειες ελέγχου ή ελάττωσης της χρήσης και ο χρόνος αναζήτησής της (drug seeking) και η λήψη της (drug taking) οδηγούν σε σημαντικές αρνητικές συνέπειες σε σημαντικούς τομείς της ζωής ή/και σε ψυχολογικό επίπεδο.
Η κατάχρηση από την άλλη, σχετίζεται με την αδυναμία του ατόμου να ανταποκριθεί σε σημαντικές εργασιακές/ακαδημαϊκές ή οικιακές υποχρεώσεις, το άτομο βρίσκεται σε επικίνδυνες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να προκληθεί κάποιο ατύχημα και συχνά συνυπάρχουν προβλήματα με τον νόμο. Το άτομο συνεχίζει την χρήση παρά τις συνέπειες που προκαλούνται ή εντείνονται λόγω αυτής, απλά στην κατάχρηση δεν υπάρχει απαραίτητα το φαινόμενο της ανοχής του οργανισμού σε μια ουσία και το άτομο δεν έχει στερητικό σύνδρομο. Φυσικά ένα άτομο που κάνει κατάχρηση μιας ουσίας, έστω περιστασιακά, βρίσκεται σε μεγάλο κίνδυνο, σε κάποια φάση της ζωής του να φτάσει να εξαρτηθεί από μια ουσία και η χρήση της, να φτάσει να γίνεται με καταναγκαστικό τρόπο υπό τον φόβο του στερητικού συνδρόμου.
Τα στερητικά συμπτώματα διαφοροποιούνται ανάλογα με την ουσία. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει βαριά και παρατεταμένη χρήση αλκοόλ, το άτομο που προσπαθεί να διακόψει την χρήση κινδυνεύει από τρομώδες παραλήρημα (delirium tremens), που χρειάζεται ιατροφαρμακευτική κάλυψη γιατί τα στερητικά μπορεί να διαρκέσουν μέχρι και 2 εβδομάδες. Σημαντικό είναι να διερευνηθούν μήπως υπάρχουν εναλλακτικά άλλες ιατρικές καταστάσεις, όπως η διαβητική κετοξέωση, υπογλυκαιμία κ.ά.. Σχεδόν όλες οι ουσίες ανιχνεύονται στο αίμα ή στα ούρα ανάλογα με την ποσότητα και το χρόνο δράσης τους στον οργανισμό.
Για να κατανοηθεί ο εθισμός χρειάζεται να περιληφθούν οι πολυεπίπεδοι παράγοντες που τον επηρεάζουν ή/και τον ενισχύουν. Παρακάτω θα αναφερθούν μερικοί από αυτούς. Για παράδειγμα, ένας τομέας που μελετά τη σχέση της εξαρτητικής συμπεριφοράς με τις οικονομικές συνιστώσες (Behavioural Economics), καλύπτει έναν από αυτούς τους παράγοντες. Φερειπείν, έχει βρεθεί πως η αύξηση της τιμής του καπνού κατά 1% μπορεί να προκαλέσει μείωση 0.5% στη ζήτησή του και το ίδιο έχει βρεθεί πριν 20 χρόνια σε άλλες έρευνες, για άτομα εξαρτημένα από ηρωίνη. Δηλαδή, όσο υψηλότερο το κόστος της ουσίας, τόσο λιγότερη η χρήση της και όσο υψηλότερο το εισόδημα, τόσο περισσότερες οι αγορές της. Το σημαντικό σε αυτά τα ευρήματα είναι πως δείχνουν ότι η χρήση επηρεάζεται από τον οικονομικό παράγοντα (π.χ. το 2005 το γραμμάριο ηρωίνης έκανε περίπου 50€ και σήμερα ξεκινάει από 5€ έως 10€). Επίσης, οι προσωπικοί παράγοντες που αφορούν την στάση κάποιου χρήστη απέναντι στην χρήση παίζουν σημαντικό ρόλο.
Κυρίαρχο ρόλο έχουν οι προσδοκίες που έχει το άτομο για το αποτέλεσμα της χρήσης. Δηλαδή όσο πιο θετικά (ή λιγότερα αρνητικά) βλέπει τις συνέπειες της χρήσης, τόσο πιο βέβαιη είναι η πρόγνωση για την συνέχισή της. Επιπλέον, το πόσο αποτελεσματικό νοιώθει το άτομο στο να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της διακοπής της χρήσης παίζει επίσης πολύ σημαντικό ρόλο. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, σημαντικό ρόλο παίζει η κινητοποίηση κάποιου και το επίπεδο αλλαγής που πετυχαίνει ως προς την πρόληψη ενδεχόμενων μελλοντικών υποτροπών.
Δεδομένων των παραπάνω η χρήση δείχνει να είναι μέρος των επιλογών κάποιου. Φυσικά αυτή η επιλογή επηρεάζεται από τα στερητικά, την διάθεση (εσωτερικά ερεθίσματα), τα εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. Beach bar, θέα χρήστη στον δρόμο κ.ά.) και τις κοινωνικές καταστάσεις. Είναι δύσκολο βέβαια, αν κάποιος υποθέσει πως η χρήση είναι επιλογή, να κατανοηθεί πως το άτομο καταφέρνει να απαλλαγεί από τον καταναγκασμό της, έτσι άλλοι πιστεύουν πως είναι μια καταναγκαστική και αυτοματοποιημένη αντίδραση. Αυτό συμβαίνει γιατί ο μηχανισμός λήψης αποφάσεων (ο τρόπος που κάποιος επιλέγει), έχει υποστεί διαστρέβλωση μέσω της χρόνιας επανάληψης. Δηλαδή, υπερτερεί η άμεση ικανοποίηση της χρήσης, παρά τα μακροπρόθεσμα οφέλη της αποχής. Ένα σημαντικό στοιχείο στο προφίλ του χρήστη είναι ο παρορμητισμός, που κάνει το άτομο επιρρεπή στα ρίσκα και ευάλωτο στο χάσιμο ελέγχου της συμπεριφοράς του. Στον αντίποδα αυτού του στοιχείου της προσωπικότητας, μπορούμε να πούμε πως είναι η ικανότητα να αναστέλλει κάποιος μια συμπεριφορά του (inhibition). Μαζί με την εργαζόμενη μνήμη (που κρατά πληροφορίες για λίγο χρόνο στην ενημερότητα του ατόμου) και την γνωστική ευκαμψία (που αφορά την ικανότητα να στρέφει κάποιος την προσοχή του από μια δοκιμασία ή σύνολο ψυχικών λειτουργιών, σε άλλες), δείχνει να αποτελούν σημαντικό παράγοντα επίδρασης στην χρήση. Οι προαναφερθείσες λειτουργίες του εγκεφάλου (λήψη αποφάσεων, αναστολή συμπεριφοράς, εργαζόμενη μνήμη, γνωστική ευελιξία), ονομάζονται εκτελεστικές λειτουργίες και σχετίζονται κυρίως με τον προμετωπιαίο φλοιό του εγκεφάλου.
Γνωρίζουμε από νευροεπιστημονικές μελέτες πως ο προμετωπιαίος φλοιός σχετίζεται επίσης, με την ρύθμιση των κινήτρων-ορμών (drives) και των αυτοματοποιημένων συμπεριφορών (μέσω αναστολής της λειτουργίας του ραβδωτού σώματος του εγκεφάλου που σχετίζεται με την επιθυμία για χρήση). Αυτό που δεν είναι ξεκάθαρο, είναι αν η δυσλειτουργία του προμετωπιαίου φλοιού σε άτομα που κάνουν χρήση, προέρχεται από την χρήση που τον επηρεάζει ή αν προϋπάρχει (η δυσλειτουργία του) και η χρήση είναι αποτέλεσμα της δυσλειτουργίας του (το αυγό την κότα ή η κότα το αυγό). Σε κάθε περίπτωση, η απορρύθμισή του οδηγεί σε άκαμπτες παρορμητικές συμπεριφορές, με δυσκολία στην αναχαίτισή τους και με μικρές πιθανότητες αποθήκευσης πληροφοριών στην μνήμη, ώστε το άτομο να μάθει από την εμπειρία του στο μέλλον (και να μην επαναλαμβάνει για παράδειγμα, τα ίδια λάθη). Ένας ακόμη προβληματισμός βέβαια σε τέτοιου τύπου εξισώσεις, είναι πως ούτε για τον παρορμητισμό γνωρίζουμε σίγουρα, αν είναι αποτέλεσμα ή αιτία του εθισμού. Οι περιβαλλοντικές συνθήκες πάντως δείχνουν να επηρεάζουν την παρορμητικότητα κάποιου. Συγκεκριμένα, αν η ευκαιρία να κάνει κάποιος χρήση είναι μακρινή (χωροχρονικά), η επιλογή για αποχή μεγαλώνει και το αντίθετο γίνεται αν η ευκαιρία είναι κοντά και εύκολη (η λήψη και χρήση της ουσίας). Τέλος, η δυσκολία αναστολής της συμπεριφοράς σε παιδιά, βρέθηκε να συσχετίζεται με την ηλικία έναρξης της χρήσης σε μικρή ηλικία (ανεξάρτητα από το επίπεδο ευφυίας των παιδιών, αν υπήρχε Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα στα παιδιά και αν οι γονείς ήταν χρήστες). Να σημειωθεί όμως πως οι έρευνες δείχνουν ότι στα παιδιά με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητα, αυξάνεται ελαφρώς η πιθανότητα χρήσης.
Η χρήση ουσιών
Η χρήση ουσιών έχει πέρα από τις πολιτικο-οικονομικές και τις γενικότερες περιβαλλοντικές διαστάσεις της και το νευροβιολογικό της υπόστρωμα. Τα ‘’ψυχεδελικά’’ ναρκωτικά για παράδειγμα, που προκαλούν μεταξύ άλλων και παραισθήσεις (π.χ. ψιλοκυβίνη, μεσκαλίνη, LSD), επιδρούν περισσότερο στο σεροτονινεργικό σύστημα. Η συμπεριφορά χρήσης γίνεται με έναν αυτοματοποιημένο τρόπο με το πέρασμα του χρόνου, που οδηγεί σε αποκλίσεις, μεταξύ πρόθεσης για αποχή από τη χρήση και συμπεριφοράς χρήσης. Σημαντικό ρόλο σε αυτό παίζει το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου, που ονομάζεται μεσολιμβικό ντοπαμινεργικό σύστημα.
Η ντοπαμίνη σχετίζεται με την μάθηση, την αίσθηση ευφορίας, την κίνηση και την κινητοποίηση. Το ντοπαμινεργικό σύστημα, είναι αυτό που σχετίζεται με τις ‘’φυσιολογικές’’ ανταμοιβές που είναι το φαγητό, το σεξ, η ζεστασιά κ.ά. και σε αυτό επιδρούν και τα ναρκωτικά, είτε άμεσα, είτε μέσω άλλων περιοχών του εγκεφάλου που το διεγείρουν. Στην ουσία περιλαμβάνει την καλυπτρική κοιλιακή περιοχή, που προβάλλει από το μεσολιμβικό σύστημα στον επικλινή πυρήνα, την αμυγδαλή, τον προμετωπιαίο φλοιό και τον ιππόκαμπο. Ενώ αυτό το σύστημα προάγει την επιβίωση μέσω της ανταμοιβής συγκεκριμένων συμπεριφορών (π.χ. αίσθηση ευφορίας όταν τρώμε, όταν κάνουμε σεξ, γυμναστική κ.ά.), στην περίπτωση των ναρκωτικών υπάρχει εκμετάλλευση του συστήματος από τις ουσίες, που ‘’ξεγελούν’’ τον εγκέφαλο και παράγουν ευφορία (σε πολλαπλάσιο βέβαια βαθμό σε σύγκριση με τις υπόλοιπες συμπεριφορές που διεγείρουν το σύστημα ανταμοιβής, για αυτό και προτιμώνται οι ουσίες από το άτομο που κάνει χρήση). Ανάλογα με την ουσία, η δράση της είναι πιο έντονη σε κάποιες δομές του εγκεφάλου (π.χ. τα οπιοειδή στην καλυπτρική κοιλιακή περιοχή και τον επικλινή πυρήνα, το αλκοόλ στα GABA-A συστήματα του επικλινή πυρήνα και την αμυγδαλή κ.ο.κ). Η χρήση ουσιών προκαλεί ευαισθητοποίηση του ντοπαμινεργικού συστήματος στον εγκέφαλο με επίκεντρο τον επικλινή πυρήνα.Για περισσότερα σε σχέση με την νευροεπιστήμη και την γενικότερη νευροβιολογία του λιμβικού συστήματος του εγκεφάλου δείτε εδώ.
Έρευνες δείχνουν πως ακόμη και μια μικρή ποσότητα χρήσης μιας ουσίας διεγείρει κέντρα του εγκεφάλου, όπως η καλυπτρική κοιλιακή περιοχή και το άτομο θέλει να συνεχίσει και περαιτέρω. Η επιθυμία για χρήση παρόλα αυτά, δείχνει να είναι μια αργή και απαιτητική διαδικασία (σύμφωνα πάντα με την λειτουργία και τους χρόνους του εγκεφάλου), οπότε υπόκειται στον έλεγχο του ατόμου, για αυτό μάλλον δεν είναι αυτοματοποιημένη, αλλά στοχο-κατευθυνόμενη αντίδραση. Αυτό που επίσης παίζει σημαντικό ρόλο, είναι ο τρόπος χορήγησης και ο χρόνος ανταμοιβής. Ενώ υπάρχει διαφορά ως προς την ανταπόκριση ενός χρήστη αλκοόλ και ενός χρήστη ηρωίνης, στο ότι ο δεύτερος θα αναζητήσει με μεγαλύτερη επιμονή την χρήση, το αποτέλεσμα μεταξύ των δυο είναι το ίδιο: Χρήση!
Στερητικά συμπτώματα
Όταν το εξαρτημένο άτομο θελήσει να σταματήσει τη χρήση, ξεκινούν τα στερητικά συμπτώματα, που συνήθως προκαλούν την αντίθετη διέγερση του νευρικού συστήματος από αυτήν που πρόσφερε το ναρκωτικό (rebound-effect, που παρατηρείται περισσότερο στη χρήση αγχολυτικών χαπιών κ.ά.).
Ενεργοποιείται ο μηχανισμός του στρες (μέσω του υποθαλαμο-υποφυσιο-επινεφριδιακού άξονα), ενισχύοντας την δραστηριότητα της αμυγδαλής και τα επίπεδα αδρενοκορτικοτροπικών ορμονών και κορτικοστερόνων. Η επαναλαμβανόμενη χρήση αλλάζει την νευροβιολογία του εγκεφάλου, κάνοντας το άτομο υπερευαίσθητο, σταδιακά σε όλα τα ερεθίσματα (εσωτερικά και εξωτερικά), που σχετίζονται με την χρήση. Η προσαρμογή των νευρώνων του εγκεφάλου είναι αυτή που οδηγεί την επιθυμία και καταλήγει στην καταναγκαστική χρήση (δυο διαφορετικά πράγματα, γιατί το κάθε ένα έχει διαφορετικό νευροβιολογικό υπόστρωμα – άλλο το drug seeking, άλλο το drug taking). Ένα από τα προβλήματα με την επιθυμία για χρήση είναι πως δεν είναι πάντα συνειδητά αντιληπτή (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αποχή δεν μπορεί να είναι συνειδητή επιλογή!). Η χρήση ξεκινάει ως μια διαδικασία μάθησης, που γίνεται συνήθεια. Αρχικά είναι στοχο–κατευθυνόμενη και γίνεται αυτοματοποιημένη με αποτέλεσμα να παραβλέπονται οι αρνητικές της συνέπειες.
Περιβαλλοντικοί Παράγοντες
Οι προαναφερθείσες αλλαγές στον εγκέφαλο έχουν μακροχρόνιες επιδράσεις στο άτομο και σχετίζονται με την πιθανότατα υποτροπής ακόμη και μετά από μακρά περίοδο υποτροπής. Πέρα από τους γενετικούς παράγοντες (που δεν θα γίνει αναφορά στο παρόν κείμενο αν και σε κάποιες περιπτώσεις εξηγούν μέχρι και το 50% στην ανάπτυξη εξαρτητικών συμπεριφορών), παρακάτω ακολουθούν μερικά ακόμη παραδείγματα περιβαλλοντικών παραγόντων κινδύνου ανάπτυξης εξαρτητικών συμπεριφορών, έναντι των αντίστοιχων προστατευτικών παραγόντων τους (στις παρενθέσεις). Παράγοντες κινδύνου αποτελούν: η επιθετική συμπεριφορά (έναντι του αυτοελέγχου), η έλλειψη γονικής επίβλεψης (έναντι της επίβλεψης), η χρήση ουσιών των φίλων (έναντι της ακαδημαϊκής προόδου των φίλων), η διαθεσιμότητα ναρκωτικών στο σχολικό περιβάλλον (έναντι αυστηρών πολιτικών του σχολείου κατά των ναρκωτικών), η κοινωνική περιθωριοποίηση/φτώχεια (έναντι των δυνατών δεσμών στην γειτονική περιοχή). Αυτό που επίσης δείχνει να σχετίζεται με τον εθισμό είναι η έκθεση ενός παιδιού σε έντονα στρεσογόνα και τραυματικά γεγονότα κατά την παιδική ηλικία (π.χ. παραμέληση, αδιαφορία, χωρισμός, θάνατος γονέων). Υπάρχουν ευρήματα που δείχνουν πως η έκθεση των ανθρώπων στο στρες κατά την παιδική ηλικία δεν επιτρέπει στον προμετωπιαίο φλοιό να ωριμάσει με αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή τους να παρουσιάζουν μικρότερο ιππόκαμπο. Σε νευροφυσιολογική βάση ο επικλινής πυρήνας μοιάζει να μην παράγει την φυσιολογική ποσότητα νευροδιαβιβαστών με αποτέλεσμα το άτομο να μην αντλεί χαρά από πράγματα, που υπό φυσιολογικές συνθήκες θα αντλούσε, και καταλήγει να ψάχνει κάτι που να προκαλεί ευφορία. Έμφαση δίνεται στο συγκεκριμένο κείμενο στους περιβαλλοντικούς παράγοντες, γιατί είναι αυτοί που επηρεάζονται αποτελεσματικότερα μέσω Ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων. Αυτό που επίσης γνωρίζουμε, είναι πως οι περιβαλλοντικοί παράγοντες (μεταξύ των οποίων είναι και η Ψυχοθεραπεία), μπορούν να επιδράσουν πάνω στο γενετικό υλικό (επιγενετικά). Παρόλα αυτά, η επικρατέστερη άποψη της επιστημονικής κοινότητας σήμερα σχετικά με τις Διαταραχές Σχετιζόμενες με Ουσίες είναι, πως υπάρχει αλληλεπίδραση μεταξύ περιβάλλοντος και γενετικής προδιάθεσης.
Βιβλιογραφία
Bear, M. F., Connors, B. W., & Paradiso, M. A. (2007). Neuroscience: exploring the brain. Philadelphia, PA: Lippincott Williams & Wilkins.Beck, A. T., Wright, F. D., Newman, C. F., & Liese, B. S. (1993). Cognitive therapy of substance abuse. New York, NY: Guilford Press.
Carlson, N. R. (2004). Physiology of behavior (8th ed.). Needham Heights, MA, US: Allyn & Bacon.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Συμβουλευτική Εξαρτήσεων και Ψυχοθεραπεία
Σε επίπεδο θεραπείας, η θεραπευτική διαδικασία ξεκινά με τη λήψη ιστορικού χρήσης και γενικού ιστορικού και σε ένα συνεργατικό κλίμα ορίζονται οι θεραπευτικοί στόχοι και το θεραπευτικό πλάνο. Η λήψη ιστορικού αφορά την Ατομική Ψυχοθεραπεία καθώς και την Ομαδική Θεραπεία (είτε στο γραφείο, είτε την Διαδικτυακή Ομαδική Θεραπεία, για περισσότερα δείτε εδώ). Η θεραπεία συνήθως ξεκινάει με ενός είδους συνέντευξη που βοηθάει στην κινητοποίηση του Θεραπευόμενου. Το άτομο με την βοήθεια του Θεραπευτή ετοιμάζεται για την αλλαγή και αυτό αποτελεί την αρχή για την δέσμευση στην θεραπευτική διαδικασία. Επίσης, βοηθιέται να κατανοήσει την αντιφατικότητα μεταξύ των προθέσεων και συμπεριφορών του και του δίνεται η δυνατότητα να επεξεργαστεί τις γνωστικές και συναισθηματικές του αμφιταλαντεύσεις.
Με την βοήθεια του Θεραπευτή ενθαρρύνεται να μιλήσει για την αλλαγή για να την προετοιμάσει κατάλληλα. Το άτομο μαθαίνει να μιλάει για την αντίστασή του στην αλλαγή, παρά να αντιστέκεται σε αυτήν. Ο Θεραπευτής βοηθά με έναν μη-επικριτικό τρόπο, αποδεχόμενος τον Θεραπευόμενο άνευ όρων (όχι άνευ ορίων!) και σε ένα πλαίσιο ασφάλειας και εχεμύθειας. Άλλες φορές μπορεί να είναι λιγότερο, και άλλες περισσότερο κατευθυντικός, ανάλογα με το επίπεδο αλλαγής και τις ανάγκες του θεραπευόμενου.
Σημαντικό επίσης, είναι το άτομο να μάθει σε έναν ισορροπημένο τρόπο ζωής, που να περιλαμβάνει την εκμάθηση νέων δεξιοτήτων, που θα λειτουργήσουν προληπτικά απέναντι σε μια πιθανή υποτροπή. Η εκπαίδευση σε νέες δεξιότητες ξεκινά με την αλλαγή στον τρόπο σκέψης και δράσης, απέναντι σε καταστάσεις υψηλού κινδύνου (όπως αυτές που προαναφέρθηκαν). Τέτοιες καταστάσεις μπορεί να είναι η αντιμετώπιση ενός άλλου χρήστη και το πώς να πει όχι αν του προσφέρει κάποιος ναρκωτικά/αλκοόλ, η διαχείριση της απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου, η αντιμετώπιση ενός διαζυγίου/χωρισμού ή του φλερτ και της αίσθησης απόρριψης κ.ά.. Το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται την επιθυμία για χρήση, ορίζει τους μακροπρόθεσμους στόχους του, βρίσκει νόημα στην καθημερινή ρουτίνα της ζωής, βελτιώνει τις δεξιότητες επικοινωνίας και έκφρασης συναισθημάτων του και ενθαρρύνεται να αναπτύξει ένα υποστηρικτικό δίκτυο, το οποίο να μην είναι τοξικό και να επιτρέπει την προσωπική του ανάπτυξη. Σε επίπεδο παρέμβασης για την πρόληψη μιας υποτροπής, το άτομο εκπαιδεύεται επίσης, σε ασκήσεις χαλάρωσης, στην αναγνώριση επικίνδυνων καταστάσεων και στην αντιμετώπιση του στρες μέσω εντοπισμού των πεποιθήσεων που το συντηρούν. Ακόμη, το άτομο μαθαίνει να διαχειρίζεται τον θυμό του και να τον εκφράζει μέσα από νέες διεκδικητικές συμπεριφορές και δεξιότητες επικοινωνίας. Έτσι καθίσταται κάποιος έτοιμος για την αντιμετώπιση και πρόληψη μελλοντικών υποτροπών. Συντηρώντας τον νέο τρόπο ζωής του, εξασφαλίζει την μακροχρόνια απόστασή του από τον εθισμό. Τελικός στόχος είναι το άτομο να φτάσει να χαίρεται και να απολαμβάνει ξανά τη ζωή του, χωρίς να πλήττεται από τις συνέπειες του εθισμού του.
Σύμφωνα με την ΓΣΘ η χρήση μιας ουσίας, ανεξάρτητα από το αν είναι κάποιο άτομο σε αρχικό στάδιο της εξάρτησης ή όχι, αντιμετωπίζεται ως μια ενεργή διαδικασία λήψης αποφάσεων. Οι αποφάσεις επηρεάζονται και καθορίζονται από την αρνητική νοηματοδότηση και τις πεποιθήσεις σχετικά με το περιβάλλον, τους άλλους, τον εαυτό και τις ενδιάμεσες πεποιθήσεις που οργανώνουν την εθιστική λογική. Η εθιστική λογική, που είναι πολύ σημαντική παράμετρος, αφορά κυρίως τις θετικές προσδοκίες γύρω από το τι πιστεύει κάποιος για την χρήση και τις διευκολυντικές (για τη χρήση) πεποιθήσεις που έχει, δηλαδή ότι θα τον ανακουφίσει. Επίσης σημαντική είναι ακόμη μια παράμετρος που είναι οι παρορμητικές κυρίως τάσεις και επιθυμίες, που οδηγούν σε συγκεκριμένες στοχο-κατευθυνόμενες δράσεις. Τέλος, οι σκέψεις που διευκολύνουν και διατηρούν την χρήση (τύπου ‘’μια φορά θα κάνω χρήση, όποτε θέλω κόβω’’), σε συνδυασμό με άλλες σκέψεις ή εικόνες σχετιζόμενες με την χρήση, αποτελούν έναν πιο επιφανειακό, αλλά εξίσου σημαντικό, τρόπο σκέψης γύρω από τη χρήση.
Ολόκληρη αυτή η αλυσίδα νοηματοδοτήσεων και σκέψεων αλληλεπιδρά με το σώμα (π.χ. πόνος, αρρώστια) και τα εξωτερικά ερεθίσματα (π.χ. φίλοι-χρήστες, θέαση ουσίας). Ενώ η χρήση μιας ουσίας υπόκειται στην ενεργό λήψη μιας απόφασης, η γνωστική διεργασία που θα περιγραφεί παρακάτω θεωρείται αυτοματοποιημένη. Μέσα από τη βοήθεια του Θεραπευτή το άτομο μαθαίνει να επιβραδύνει, να αποδυναμώνει και να ελέγχει τις αυτοματοποιημένες τάσεις του, μέσα από την αμφισβήτηση και αναδόμηση της κοσμοθεωρίας του (σχετικά με το περιβάλλον, τους άλλους και τον εαυτό του).
Έτσι φτάνει να αποδίδει την ευθύνη για την απεξάρτηση στον εαυτό του, αντί να αποδίδει τα αίτια της συμπεριφοράς του (χρήση ουσιών), σε εξωτερικούς παράγοντες (π.χ. το κράτος, τους γονείς ή φίλους του). Στην ενίσχυση της δέσμευσης για αποχή και δέσμευσης σε ένα νέο τρόπο ζωής, βοηθά και η εκμάθηση διαπροσωπικών δεξιοτήτων. Σε αυτό βοηθά πέρα από την Ατομική Ψυχοθεραπεία και η Ομαδική Ψυχοθεραπεία (για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με την Ομαδική Ψυχοθεραπεία, δείτε εδώ). Εναλλακτικά, μπορεί να διαλέξει κάποιος να μπει σε ένα κλειστό θεραπευτικό κέντρο όπως είναι αυτό στο οποίο εργάζομαι και εγώ. Για περισσότερες πληροφορίες επικοινωνήστε στο 6942056392 ή μέσω της φόρμας επικοινωνίας της ιστοσελίδας.
Στα τελευταία της στάδια, η θεραπεία προτείνεται να κινηθεί, γύρω από οικογενειακά ζητήματα και σχέσεις. Αυτό είναι σημαντικό ώστε να υπάρχει ισορροπία με έναν πιο ολιστικό τρόπο, και στην προσωπικότητα κάποιου (σκέψη, συναίσθημα, συμπεριφορά, σώμα) αλλά και στην αλληλεπίδρασή του με το ευρύτερο περιβάλλον (εργασία, κοινωνικές και οικογενειακές σχέσεις, διασκέδαση). Υπάρχει ένας ακόμη λόγος που η συμπερίληψη της οικογενειακών ζητημάτων στη θεραπεία είναι σημαντικός. Για παράδειγμα, το οικογενειακό σύστημα μπορεί να βρίσκει ισορροπία λόγω της χρήσης κάποιου μέλους της και να αποφεύγεται έτσι η διάσπαση της οικογένειας.
Επίσης, το μέλος της οικογένειας που κάνει χρήση, μπορεί να θυσιάζεται μέσω της χρήσης του για να συντηρήσει την ισορροπία το οικογενειακό σύστημα (π.χ. βοηθώντας τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας να είναι ενωμένα και να έχουν έναν κοινό στόχο: την απεξάρτηση του μέλους της οικογένειας). Συνήθως σε τέτοια οικογενειακά συστήματα οι ρόλοι και τα όρια δεν είναι ξεκάθαρα και οι σχέσεις είναι δυσλειτουργικές. Για αυτό, πέρα από την θεραπεία που θα κάνει το άτομο που έχει πρόβλημα με τη χρήση ουσιών, προτείνεται η θεραπεία και για τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Έρευνες δείχνουν, πως η ψυχοεκπαίδευση των σημαντικών οικείων ανθρώπων του ατόμου που κάνει χρήση ουσιών, επηρεάζει θετικά τους ίδιους, καθώς και το αποτέλεσμα της προσπάθειας του ατόμου για αποχή. Διερευνώνται οι συμμαχίες και αλληλεπιδράσεις και γίνεται προσπάθεια ανεξαρτητοποίησης των μελών, χωρίς να διασπαστούν οι δεσμοί αγάπης. Σκοπός είναι οι γονείς και τα αδέρφια να μπορούν να αντιμετωπίζουν τις προσωπικές τους συγκρούσεις (π.χ. ενοχές ως προς τα άλλα παιδιά και το άτομο που κάνει χρήση, θυμό ως προς τον/την σύντροφο) και τις συγκρούσεις και διαφωνίες με τα ίδια τα μέλη που κάνουν χρήση. Στόχος είναι να δημιουργηθούν οι συνθήκες που να προάγουν την ωρίμανση και την ψυχική ανθεκτικότητα των ατόμων που υποφέρουν από τον εθισμό. Οι γονείς μπορούν να βοηθήσουν τα παιδιά τους στην ανάπτυξη υγιών αντιδράσεων απέναντι στις δυσκολίες της ζωής και να αποτελέσουν έναν προστατευτικό παράγοντα απέναντι στον εθισμό.
Βιβλιογραφία
Beck, A. T., Wright, F. D., Newman, C. F., & Liese, B. S. (1993). Cognitive therapy of substance abuse. New York, NY: Guilford Press.
Gorski, T. T. (1997). Passages Through Recovery: An Action Plan for Preventing Relapse. Center City, Minn: Hazelden.
Marlatt, G. A., & Donovan, D. M. (Eds.). (2005). Relapse prevention: Maintenance strategies in the treatment of addictive behaviors (2nd ed.). New York, NY, US: Guilford Press.
Miller, W., R., & Rollnick, S. (2010). Κινητοποιητική Συνέντευξη. Προετοιμάζοντας ανθρώπους για αλλαγή, Κ. Νικολάου (επιμ έκδ.) Αθήνα: Λίτσας Ιατρικές Εκδόσεις.
Reading B., & Weegmann M. (2004) (Eds.). Group psychotherapy and addiction. Philadelphia, PA, US: Whurr Publishers.
Velasquez, M. M., Maurer, G. G., Crouch, C., & DiClemente, C. C. (2001). Group treatment for substance abuse: A stages-of-change therapy manual. New York, NY, US: Guilford Press.
Διαταραχή Τζόγου και Διαδικτυακός Εθισμός
Το θέμα του εθισμού συναντάται πλέον και στο διαδίκτυο, με τους έφηβους να είναι η υψηλότερη ομάδα κινδύνου, απλά εδώ η εξάρτηση έχει να κάνει με την καταναγκαστική χρήση του και αντικατάσταση της φυσικής επαφής και επικοινωνίας με άλλους. Οι συνέπειες στέρησης του διαδικτύου είναι η κατάθλιψη, η αίσθηση μοναξιάς και πως το άτομο βαριέται χωρίς αυτό. Φυσικά υπάρχουν και οι θετικές επιδράσεις του διαδικτύου στην ζωή, όπως το ότι παρέχει ψηφιακές βιβλιοθήκες, εκπαιδευτικό υλικό, επαγγελματικές και ψυχαγωγικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ψυχικής υγείας/Ψυχοθεραπεία (για περισσότερα στο τελευταίο δείτε εδώ). Μέρος του διαδικτύου είναι το gaming και ο διαδικτυακός τζόγος (πέρα από τον φυσικό), στα οποία θα γίνει και πιο εκτενή αναφορά παρακάτω.
Στη Διαταραχή Τζόγου όπως και στις ουσίες, είναι εμφανής ο συμπεριφορικός εθισμός. Παρόλο που δεν εισέρχεται κάποια ουσία στον εγκέφαλο, το νευροβιολογικό υπόστρωμα του εγκεφάλου σε αυτούς που παίζουν παθολογικά εμπεριέχει ενεργές εγκεφαλικές δομές, όπως αυτές του χρήστη ουσιών (για παράδειγμα, το κοιλιακό ραβδωτό σώμα και την αμυγδαλή που ‘’κουμαντάρονται’’ ανάλογα, μέσω της έκκρισης νορεπινεφρίνης από το θάλαμο, κυρίως όταν το άτομο προσπαθεί να αποφύγει να χάσει).
Επίσης, υπάρχει διαστρέβλωση στο πως βλέπει κάποιος τις πιθανότητες να χάσει ή να κερδίσει, δίνοντας προφανώς βαρύτητα στο ότι θα κερδίσει και αν χάσει σκέφτεται πως ‘’έχασε για λίγο’’ ή ότι ‘’παραλίγο θα κέρδιζε’’. Φυσικά και εδώ, όπως και στις ουσίες υπάρχει η αίσθηση πως ‘’το ελέγχει’’ (μιλώντας πάντα για παθολογικό τζόγο και όχι για κάποιον που παίζει μια φορά την Πρωτοχρονιά). Η νίκη κάνει το άτομο να σκέφτεται πως αντικατοπτρίζει την γενική του κατάσταση και το άτομο συνδυάζει με διαστρεβλωμένο τρόπο κάποια ερεθίσματα (π.χ. ο φίλος που ήταν μαζί του και του ‘’έφερε γούρι’’). Επίσης, οι ήττες φαίνονται σαν ένας ακόμη λόγος για να κερδίσει, πιστεύοντας πως μετά από πολλές ήττες έρχεται η νίκη (π.χ. 'τώρα θα δώσει γιατί έχασα πολλές φορές'). Και εδώ η ντοπαμίνη δείχνει να παίζει σημαντικό ρόλο σχετιζόμενη με τον ενθουσιασμό, την προσμονή της νίκης και την βαρύτητα της συμπεριφοράς τζόγου (όσο μεγαλύτερη η βαρύτητα τόσο εντονότερη η έκκριση ντοπαμίνης). Αν και δεν είναι σαφές κατά πόσο και αν τελικά ο παθολογικός τζόγος και η χρήση ουσιών έχουν αιτιολογικές διαφορές, χρησιμοποιούν το σύστημα ανταμοιβής του εγκεφάλου και παράγουν (προσωρινή) ευφορία. Οπότε η Διαταραχή Τζόγου και η δυσλειτουργική χρήση του διαδικτύου μπορούν να αντιμετωπιστούν με τις ήδη ερευνητικά τεκμηριωμένες Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις όπως είναι η Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία, η Κινητοποιητική Συνέντευξη, η Συστημική Θεραπεία κ.ά., των οποίων αναφέρθηκαν κάποιοι τρόποι παρέμβασης και παραπάνω.
Βιβλιογραφία Beck, A. T., Wright, F. D., Newman, C. F., & Liese, B. S. (1993). Cognitive therapy of substance abuse. New York, NY: Guilford Press.
Miller, W., R., & Rollnick, S. (2010). Κινητοποιητική Συνέντευξη.Προετοιμάζοντας ανθρώπους για αλλαγή, Κ. Νικολάου (επιμ έκδ.) Αθήνα: Λίτσας Ιατρικές Εκδόσεις.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.