Διαταραχές Διάθεσης (Συναισθηματικές Διαταραχές)
Αρχικά καλό είναι να γίνει μια διάκριση μεταξύ του συναισθήματος και της διάθεσης. Η διάθεση σχετίζεται με το γενικότερο εσωτερικό συναισθηματικό τόνο, ενώ το συναίσθημα με την εξωτερίκευσή του. Η διάθεση μπορεί να ειδωθεί σε ένα φάσμα που ξεκινά από το ένα άκρο της κατάθλιψης, στο άλλο, της υπέρμετρης ευφορίας (που ονομάζεται Μανία και φυσικά έχει αρνητικές συνέπειες). Η διάθεση όπως για παράδειγμα αυτή της θλίψης, από μόνη της δεν είναι παθολογική. Παρόλα αυτά υπάρχουν περιπτώσεις που ανάλογα με το χρόνο, την ένταση και τη διάρκειά της μέσα στο χρόνο, μπορεί να αναπτυχθεί ψυχοπαθολογία και να διαταραχθεί η ζωή του ατόμου. Μια πιο ευρεία κατηγοριοποίηση γίνεται μεταξύ των Καταθλιπτικών Διαταραχών, που αφορά την Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή, την Δυσθυμική Διαταραχή και την Καταθλιπτική Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς. Οι Καταθλιπτικές Διαταραχές διαφοροποιούνται από τις Διπολικές Διαταραχές, στο ότι οι τελευταίες εμπεριέχουν, εκτός από την Κατάθλιψη και τη Μανία. Οι Διπολικές Διαταραχές διακρίνονται στην Διπολική Διαταραχή I και II, την Κυκλοθυμική Διαταραχή και την Διπολική Διαταραχή Μη Προσδιοριζόμενη Αλλιώς. Πολλές θεωρίες έχουν προταθεί για την αντίληψη της οργάνωσης των Διαταραχών Διάθεσης. Παρακάτω θα αναφερθούν μόνο κάποιες από αυτές, κυρίως για τις Καταθλιπτικές Διαταραχές, που είναι οι επικρατέστερες (πιο συγκεκριμένα για την Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή) και περισσότερο ανταποκρίσιμες σε Ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις. Η αναφορά θα γίνει με βάση το Γνωστικό Συμπεριφορικό Θεραπευτικό μοντέλο, που είναι από τα πλέον ερευνημένα ως θεραπεία εκλογής για την αντιμετώπιση της Κατάθλιψης.Βιβλιογραφία
Beck, A. T., Rush, A. J., Shaw, B. F., & Emery, G, (1979). Cognitive Therapy of Depression. Guilford Press: New York.Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή (ΜΚΔ)
Μείζων Καταθλιπτική Διαταραχή (ΜΚΔ)
Η ΜΚΔ αφορά κυρίως την καταθλιπτική διάθεση και την απώλεια ευχαρίστησης και ενδιαφέροντος. Η καταθλιπτική διάθεση ακολουθεί το άτομο την περισσότερη ώρα της ημέρας σχεδόν σε καθημερινή βάση για αρκετές ημέρες, υπάρχει αύξηση ή μείωση του βάρους του και η απώλεια ενδιαφέροντος ακολουθεί σχεδόν όλες του τις δραστηριότητες. Το άτομο έχει υπερυπνία (κοιμάται πολύ) ή αυπνία, σχεδόν καθημερινά έχει κόπωση και απώλεια ενέργειας και διέγερση ή επιβράδυνση της (ψυχο)κινητικότητάς του. Σε γνωστικό επίπεδο έχει μεγάλη δυσκολία στην λήψη αποφάσεων και συγκέντρωσης που συνοδεύονται από έντονα συναισθήματα αναξιότητας και υπερβολικής ενοχής και μπορεί να κάνει και σκέψεις θανάτου. Σε παιδιά η καταθλιπτική διάθεση μπορεί να εμφανίζεται με ευερεθιστότητα (π.χ. εκρήξεις θυμού, νευρικότητα και μη λήψη του αναμενόμενου βάρους τους) και τα συμπτώματα αυτά μπορεί να σχετίζονται με αυτοαναφορές ή αναφορές τρίτων, που παρατηρούν τα άτομα (είτε αφορά παιδιά, είτε ενήλικες). Τέλος, σε άτομα με ΜΚΔ υπάρχει πτώση της λειτουργικότητάς τους σε κοινωνικό, επαγγελματικό/ακαδημαϊκό επίπεδο ή άλλους σημαντικούς τομείς της ζωής τους. Αυτό ισχύει βέβαια εφόσον η συμπτωματολογία δεν σχετίζεται με κάποιο πρόσφατο πένθος (διάρκειας λιγότερης των 2 μηνών) ή κάποια άλλη ιατρική κατάσταση.
Έχοντας κατά νου τις θεωρίες και τα ερευνητικά δεδομένα της Γνωστικής Συμπεριφορικής Θεραπείας (ΓΣΘ), η θεραπεία εστιάζεται αρχικά στην απόσπαση προσοχής, που βοηθάει το άτομο να δει τις διαφοροποιήσεις που έρχονται στα συναισθήματά του μέσω αυτής. Πιο δραστικές μέθοδοι ξεκινούν με την ανάθεση έργων εκτός συνεδριών (homework), κατάλληλα διαμορφωμένων, ώστε το άτομο να κινητοποιηθεί συμπεριφορικά. Με την βοήθεια του Θεραπευτή ενθαρρύνεται να αποκτήσει ένα πρόγραμμα δραστηριοτήτων, ενώ παράλληλα βοηθιέται να αναπτύξει την ικανότητα να το πλανάρει ανάλογα με τις ανάγκες του. Η θεραπευτική διαδικασία βοηθά στην διερεύνηση των σκέψεων, εικόνων και πεποιθήσεων του Θεραπευόμενου, υπό το πρίσμα ελέγχου της πραγματικότητας. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να αναδυθούν παράλληλα οι σκέψεις και πεποιθήσεις του ατόμου γύρω από τον εαυτό του, τον κόσμο γύρω του και την ζωή, καθώς και το πώς βλέπει το μέλλον του. Επιπλέον, στην περιορισμένη και αρνητικά φορτισμένη οπτική γωνία ενός ατόμου που υποφέρει από Κατάθλιψη, βοηθούν και οι ασκήσεις οπτικής αναπαράστασης, στις οποίες ο Θεραπευτής βοηθάει το άτομο να τροποποιήσει την οπτική του μέσω ασκήσεων στην φαντασία. Στην διερεύνηση των σκέψεών του, βοηθούν επίσης τα ειδικά σχεδιασμένα συμπεριφορικά πειράματα. Επίσης, ο Θεραπευόμενος μπορεί να εκπαιδευτεί σε διαφόρων ειδών ασκήσεις χαλάρωσης που μπορούν να βοηθήσουν σημαντικά σε σωματικά συμπτώματα και προτείνεται η τακτική άσκηση. Τέλος, το άτομο εκπαιδεύεται στην επίλυση προβλημάτων, ώστε να μάθει να ‘ξεβαλτώνει’ από το φαύλο κύκλο της κατάθλιψης και να προλαμβάνει τα όποια πισωγυρίσματα. Γενικότερος σκοπός της θεραπείας είναι η ενστάλαξη ελπίδας και η μείωση της αίσθησης αβοηθησίας. Κατά περίπτωση συζητιέται και η φαρμακευτική αγωγή. Βιβλιογραφία
Beck, A. T., Rush, A. J., Shaw, B. F., & Emery, G, (1979). Cognitive Therapy of Depression. Guilford Press: New York.
Westbrook, D., Kennerly, H. & Kirk, J. (2012). Εισαγωγή στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία: Τεχνικές και Εφαρμογές, Α. Καλαντζή – Αζίζι & Γ. Ευθυμίου (επιμ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Σίμος, Γ. (επιμ.) (2010). Γνωστική - Συμπεριφορική Θεραπεία. Ένας οδηγός στην Κλινική Πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Διπολική Διαταραχή (Δ.Δ.)
Διπολική Διαταραχή (Δ.Δ.)
Η Διπολική Διαταραχή (ή παλιότερα μανιοκατάθλιψη, όπως λεγόταν), διαφοροποιείται από την κατάθλιψη απλά στο ότι περιλαμβάνει και κάποιο (Υπό)μανιακό επεισόδιο. Η Δ.Δ. διακρίνεται σε 2 τύπους. Στον τύπο I που περιλαμβάνει ένα σοβαρό Μανιακό επεισόδιο και Κατάθλιψη σε διαφορετικές φάσεις της πορείας της Διαταραχής. Η Δ.Δ. τύπου II περιλαμβάνει ένα ηπιότερο Μανιακό επεισόδιο, που λέγεται υπομανιακό και τουλάχιστον ένα Μείζον Καταθλιπτικό επεισόδιο. Κάποιες φορές μπορεί το άτομο να έχει και κάποιο μεικτό επεισόδιο που παρουσιάζει συμπτώματα και από τις δυο φάσεις (και (Υπο)μανιακά και Καταθλιπτικά συμπτώματα). Η πιο ήπια μορφή Δ.Δ. είναι η Κυκλοθυμική Διαταραχή. Η (Υπο)Μανία αναφέρεται κυρίως σε διεγερμένη ευφορική διάθεση και σχετίζεται με συγκεκριμένα συμπτώματα. Κάθε τύπος/μορφή Δ.Δ. μπορεί να διαφέρει σε βαρύτητα, στην εποχή που ξεκίνησε (π.χ. χειμώνα), στην φάση ζωής του ατόμου που ξεκίνησε να υφίσταται (π.χ. επιλόχεια έναρξη), και στο πόσο συχνά εναλλάσσεται η μια φάση (π.χ. Καταθλιπτικό επεισόδιο) με την άλλη (π.χ. Υπομανιακό επεισόδιο). Κατά το Μανιακό επεισόδιο το άτομο μπορεί να έχει ευφορική διάθεση, φουσκωμένη αυτοεκτίμηση, μειωμένη ανάγκη για ύπνο και να νοιώθει πως μπορεί να ‘καταφέρει τα πάντα’. Δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί και συχνά έχει ξεσπάσματα θυμού όταν κάτι στέκεται εμπόδιο στα ‘μεγαλειώδη σχέδιά’ του. Μπορεί να έχει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα και να σπαταλά χρήματα, χωρίς να μπορεί να αντιληφθεί τις συνέπειες. Φυσικά χρειάζεται να αποκλίνει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του και για να θεωρηθεί Διαταραχή θα πρέπει να δημιουργεί προβλήματα σε επαγγελματικό/ακαδημαϊκό επίπεδο (π.χ. παρορμητικές επενδύσεις ή διακοπή δουλειάς/σπουδών), σε επίπεδο σχέσεων (π.χ. να έχει πίεση λόγου, να μην αφήνει άλλους να μιλήσουν λόγω του υπέρμετρου ενθουσιασμού του) ή στην διασκέδασή του (π.χ. έντονη σεξουαλική συμπεριφορά, υπερκαταναλωτισμός). Στην οξεία της μορφή η Μανία φτάνει σε αυτό που ονομάζεται παραλήρημα (κυρίως δηλαδή, να πιστεύει κάποιος πως έχει μοναδικές ιδιότητες ή ότι είναι κάποιο ιστορικό πρόσωπο, για παράδειγμα ο Μέγας Αλέξανδρος). Η εναλλαγή της φάσης προς την Κατάθλιψη, περιλαμβάνει τα συμπτώματα της Κατάθλιψης που έχουν περιγραφεί παραπάνω.
Η ΓΣΘ παρέμβαση έγκειται στο να μπορεί το άτομο να αναγνωρίζει τα συμπτώματα που προηγούνται (πρόδρομα συμπτώματα) της έναρξης της κάθε φάσης, ώστε να μπορεί να ρυθμίζει τα συναισθήματά του ανάλογα. Ο στόχος είναι να περιοριστούν οι παρορμητικές τάσεις του, με το να αναγνωριστούν οι καταστάσεις που μπορεί να πυροδοτήσουν ένα (Υπο)μανιακό επεισόδιο (π.χ. καζίνο, κυνήγι, οδήγηση, χρήση ουσιών/αλκοόλ, εργασιακές προκλήσεις). Επίσης το άτομο εκπαιδεύεται στην επίλυση των προβλημάτων του και στον εντοπισμό των συνεπειών που έχουν οι τάσεις του, προτού γίνουν συμπεριφορές. Σε επίπεδο σκέψης, το άτομο μαθαίνει να παρακολουθεί και να εντοπίζει βοηθητικές και μη-βοηθητικές σκέψεις, καθώς και το πώς σχετίζονται με την συμπεριφορά και τα συναισθήματά του. Ο σχεδιασμός δραστηριοτήτων μπορεί να φανεί χρήσιμος ώστε να βελτιωθεί ο ύπνος. Σε επίπεδο σχέσεων, η αλληλεπίδραση με τον Θεραπευτή μπορεί να βοηθήσει ως ένα λειτουργικό μοντέλο συσχέτισης και ως μέσον πειραματισμού συναισθηματικής έκφρασης. Η Δ.Δ. δεν αφορά απλά τα συναισθηματικά ‘σκαμπανεβάσματα’ θλίψης-χαράς που κάποιος μπορεί να βιώνει και απαιτεί συστηματική παρακολούθηση λόγω του υψηλού ποσοστού θνησιμότητάς της, οπότε η φαρμακευτική αγωγή συνήθως κρίνεται απαραίτητη. Βιβλιογραφία
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Σίμος, Γ. (επιμ.) (2010). Γνωστική - Συμπεριφορική Θεραπεία. Ένας οδηγός στην Κλινική Πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.