Ψυχοθεραπευτικές Προσεγγίσεις και Μέθοδοι Ψυχοθεραπείας
Στην Ψυχολογία υπάρχουν πολλά ψυχοθεραπευτικά μοντέλα/μέθοδοι που δημιουργήθηκαν μέσα από την κλινική εμπειρία και την έρευνα, για την αντιμετώπιση του ψυχικού πόνου και την προσωπική ανάπτυξη. Παρακάτω ακολουθούν αυτά που συμβαδίζουν με τις εξειδικεύσεις και τα ακαδημαϊκά μου ενδιαφέροντα. Η Συμβουλευτική και Ψυχοθεραπεία γίνεται άλλοτε μέσα από ένα συγκεκριμένο μοντέλο/μέθοδο και άλλοτε μέσα από την σύνθεση κάποιων μοντέλων ή επιμέρους τεχνικών τους, ανάλογα με τα αιτήματα των Θεραπευόμενων.Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία
Η Γνωστική Θεραπεία αναπτύχθηκε από τον A. Ellis και τον A.T. Beck τη δεκαετία του 50’ και 60’. Ως θεραπεία, θεωρείται δομημένη, βραχεία, προσανατολισμένη στο παρόν και τα τρέχοντα προβλήματα των Θεραπευόμενων. Το Γνωστικό μοντέλο έχει ενσωματώσει αρχές του Συμπεριφορισμού που βοηθούν και έχει τις ρίζες του στις θεωρίες και τις εμπειρικές έρευνες των Watson, Thorndike, Skinner και Pavlov. Ο Συμπεριφορισμός βασίζεται στην ιδέα πως τα ερεθίσματα του περιβάλλοντος επηρεάζουν τη συμπεριφορά μας μέσω ενίσχυσης ή/και απόσβεσής της, πράγμα που έχει επίδραση και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον εαυτό μας, τον τρόπο που αντιδρά το σώμα μας και το πώς νοιώθουμε. Η κύρια εστίαση του Συμπεριφορισμού είναι στην τροποποίηση της συμπεριφοράς (και δευτερογενώς και στον τρόπο σκέψης/αντίληψης). Η Γνωστική Θεραπεία εστιάζει στις δυσπροσαρμοστικές πεποιθήσεις και τις διαστρεβλωμένες σκέψεις, οι οποίες μέσα από συστηματική παρακολούθηση και έρευνες, δείχνουν να είναι κοινές σε όλα σχεδόν τα ψυχολογικά προβλήματα. Η Γνωστική Θεραπεία μπορεί να εφαρμοστεί σε ένα μεγάλο εύρος Θεραπευόμενων ανεξάρτητα από το κοινωνικό-οικονομικό και μορφωτικό τους επίπεδο και έχει προσαρμοστεί ανάλογα για όλες τις ηλικιακές ομάδες (παιδιά, εφήβους, ενήλικες). Σήμερα, οι δυο αυτές προσεγγίσεις έχουν συνδυαστεί και αποτελούν μια ολοκληρωμένη και εμπεριστατωμένη μέθοδο Ψυχοθεραεπίας, την Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ). Η ΓΣΘ δίνει έμφαση στον τρόπο που κάποιος νοηματοδοτεί ή ερμηνεύει τα πράγματα γύρω από μια κατάσταση, καθώς και στις μαθημένες αντιδράσεις του σε αυτήν που οδηγούν σε δυσλειτουργία. Ενώ δίνεται βαρύτητα στις αντιδράσεις παρά στην κατάσταση, λαμβάνεται υπόψιν και πόσο ψυχοπιεστική είναι η κατάσταση. Ενώ η ΓΣΘ εστιάζει στο παρόν, συνήθως η αναζήτηση των πυρηνικών πεποιθήσεων του Θεραπευόμενου έρχεται από την παιδική ηλικία, μαζί με τον τρόπο που οργανώθηκε το σύστημα αξιών, κανόνων και παραδοχών του. Έτσι συχνά γίνεται μια αναδρομή στο παρελθόν με σκοπό πάντα την λειτουργικότητα του ατόμου στο παρόν.
Η ΓΣΘ απαιτεί μια σταθερή θεραπευτική σχέση, που από την πλευρά του Θεραπευτή χρειάζεται να έχει, ζεστασιά, συναισθηματική κατανόηση, φροντίδα και ενδιαφέρον και να υπάρχει και η κατάλληλη επιστημονική επάρκεια. Ο Θεραπευτής αρχικά βοηθάει στην διερεύνηση των θεμάτων του Θεραπευόμενου. Αυτό γίνεται μέσα από τις δεξιότητες συμβουλευτικής και τις ψυχοθεραπευτικές τεχνικές που εφαρμόζει ο Θεραπευτής, με σκοπό την καθοδηγούμενη ανακάλυψη των στοιχείων που συντηρούν τη δυσλειτουργία του ατόμου και παρεμποδίζουν την ομαλή του προσαρμογή στις συνθήκες της ζωής. Το Θεραπευόμενο άτομο μαθαίνει σταδιακά να αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση των 4 ’Σ’ (Σώμα, Σκέψη, Συναίσθημα, Συμπεριφορά), ώστε να αποκτήσει αυτοέλεγχο.
Η Σωκρατική Μαιευτική Μέθοδος που χρησιμοποιεί ο Θεραπευτής στην ΓΣΘ βοηθά το Θεραπευόμενο άτομο να επανεξετάσει μέσα από ένα πιο λογικό πρίσμα, τον τρόπο που κάποιος νοηματοδοτεί ή ερμηνεύει τα πράγματα/καταστάσεις, με αποτέλεσμα να επέλθει η συναισθηματική ανακούφιση, η τροποποίηση της συμπεριφοράς (όπου κρίνεται απαραίτητο) και η αναστολή των σωματικών του ενοχλήσεων. Από την πλευρά του Θεραπευόμενου έμφαση δίνεται στη συνεργατικότητά του, κυρίως όσον αφορά τα 'κατ οίκον έργα’ (που μεταξύ άλλων μπορεί να είναι ένα κλινικό ημερολόγιο ή μια συμπεριφορική άσκηση).
Τα τελευταία περίπου 20 χρόνια οι Γνωστικές Συμπεριφορικές Θεραπείες έχουν συμπεριλάβει νέα επιστημονικά παραδείγματα που αποτελούν το "τρίτο κύμα" των Γνωστικών Συμπεριφορικών Θεραπειών. Οι θεραπείες του τρίτου κύματος τείνουν να συμπεριλαμβάνουν: τις αλληλεπιδράσεις των ατόμων στο εκάστοτε πλαίσιο (στις περιβαλλοντικές συνθήκες στις οποίες εμφανίζεται μια συμπεριφορά/σκέψη/συναίσθημα), την λειτουργία που έχει που έχει μια συμπεριφορά (πως φαίνεται δηλαδή χρήσιμη στο πλαίσιο στο οποίο εμφανίζεται), καθώς και στις βιωματικές στρατηγικές αλλαγής του ατόμου. Έμφαση δίνεται στην σχέση του ατόμου με τις πεποιθήσεις και τις εμπειρίες του, στην αποδοχή τους, στην εστίαση στο παρόν με ενσυνειδητότητα (mindfulness), στις νοερές εικόνες/καθοδηγούμενους οραματισμούς, στις αξίες με τις οποίες λειτουργεί κάποιος, στην διαλεκτική ανάμεσα σε δυο αντικρουόμενα βιώματα και την σημαντικότητα της θεραπευτικής σχέσης. Οι πιο γνωστές ΓΣΘ του τρίτου κύματος είναι: η Functional Analytic Psychotherapy – FAP (Kohlenberg & Tsai, 1991), η Διαλεκτική Συμπεριφορική Θεραπεία (Dialectical Behavior Therapy – DBT, Linehan,1993), η Acceptance and Commitment Therapy – ACT (Hayes, Strosahl & Wilson, 1999), η Mindfulness Based Cognitive Therapy – MBCT (Segal, Williams & Teasdale, 2002), η Μετα-Γvωστική Θεραπεία - MCT (Wells, 2009) κ.ά. Στην εξέλιξή της ΓΣΘ συμπεριλαμβάνεται σε μοντέλα που συνδυάζουν και άλλες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως αυτό της Θεραπείας Σχημάτων, που ξεκίνησε με στόχο την επούλωση των επίπονων συναισθημάτων των τοξικών παιδικών βιωμάτων του ατόμου και την ενίσχυση των λειτουργικών συμπεριφορών του, με βάση τις ανάγκες του. Η ΓΣΘ είναι εστιασμένη στους θεραπευτικούς στόχους που έχουν συναποφασιστεί μεταξύ Θεραπευτή-Θεραπευόμενου και αφότου επιτευχθούν, η θεραπεία κλείνει με την πρόληψη πιθανών υποτροπών, για την ενίσχυση του θεραπευτικού αποτελέσματος μέσα στο χρόνο. Σκοπός είναι να μπορεί το Θεραπευόμενο άτομο να ρυθμίζει τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει σε ένα βιοψυχοκοινωνικό επίπεδο και να γίνει Θεραπευτής του εαυτού του, ώστε να χαίρεται την ζωή. Η ΓΣΘ θεωρείται ως η προσέγγιση με την πιο εντατική επιστημονική έρευνα και έχει υψηλή αποτελεσματικότητα στις Διαταραχές Διάθεσης (π.χ. Κατάθλιψη) και τις Αγχώδεις Διαταραχές (π.χ. Διαταραχή Πανικού).
Βιβλιογραφία
Beck, J. (2004). Eισαγωγή στη Γνωστική Θεραπεία, (Γ. Σίμος επιμ. έκδ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Hayes, S. C. (2004). Acceptance and Commitment Therapy,
Relational Frame Theory, and the Third Wave of
Behavioral and Cognitive Therapies. Behavior Therapy, 35, 639–665.
Hayes, S. C., & Hofmann, S. G. (2017). The third wave of cognitive behavioral therapy and the rise of process-based care. World psychiatry : official journal of the World Psychiatric Association (WPA), 16(3), 245–246.
Westbrook, D., Kennerly, H. & Kirk, J. (2012). Εισαγωγή στη γνωσιακή – συμπεριφοριστική θεραπεία: Τεχνικές και Εφαρμογές, Α. Καλαντζή – Αζίζι & Γ. Ευθυμίου (επιμ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Κατσίκης, Δ. (2017). Λογικοθυμική Συμπεριφορική Θεραπεία: Τα ξεχωριστά χαρακτηριστικά της πρώτης και θεμελιώδους γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας. Αθήνα: Αρμός.
Σίμος, Γ. (επιμ.) (2010). Γνωστική - Συμπεριφορική Θεραπεία. Ένας οδηγός στην Κλινική Πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Χαρίτου-Φατούρου, Μ & Χαλιμούρδας, Θ. (επιμ.) (2014). Νέες τάσεις στη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.
Η μέθοδος EMDR
Η Ψυχοτραυματοθεραπεία με την Απευαισθητοποίηση Μέσω Οφθαλμικών Κινήσεων και Επανεπεξεργασία (Eye Movement Desensitization and Reprocessing, εν συντομία EMDR), είναι το αποτέλεσμα των θεωριών και μελετών της Francine Shapiro. Η Francine Shapiro μίλησε για μία προσαρμοστική επεξεργασία πληροφοριών στον εγκέφαλο, κατά την οποία σε υγιείς συνθήκες, η επεξεργασία γίνεται με λειτουργικό τρόπο και αποθηκεύεται στο ‘’αρχείο’’ του εγκεφάλου. Όταν όμως η συνθήκη/γεγονός υπερβαίνει το όριο ανοχής του ατόμου, το τραυματικό βίωμα αποθηκεύεται χωρίς να έχει επεξεργαστεί επαρκώς, με μη λειτουργικό τρόπο. Ενώ οι αναμνήσεις αποθηκεύονται σε ήδη εγγεγραμμένες αναμνήσεις, σχετιζόμενες με αυτές, τα τραυματικά βιώματα αποθηκεύονται ως ξεχωριστές απομονωμένες πληροφορίες. Αυτές οι απομονωμένες πληροφορίες δεν συνδέονται με τις υπόλοιπες θετικές και λειτουργικά αποθηκευμένες πληροφορίες του ευρύτερου μνημονικού δικτύου και το άτομο παρουσιάζει γνωστικά, συναισθηματικά και σωματικά συμπτώματα που του προκαλούν ενόχληση και διαταράσσουν την ισορροπία του. Το διεστιακό ερέθισμα (με δυο εστίες, δεξιά και αριστερά) στο EMDR, βοηθά στην ανεμπόδιστη επεξεργασία και ενσωμάτωση των απομονωμένων πληροφοριών που ‘’πάγωσαν’’ στο νευρικό σύστημα. Προκαλείται έτσι η σύνδεσή τους με τα λειτουργικά μνημονικά δίκτυα και επαναφέρεται η ισορροπία στον οργανισμό, βοηθώντας τον να προσαρμοστεί στις τρέχουσες συνθήκες ζωής του.
Η κύρια θεώρηση της μεθόδου EMDR, βασίστηκε στην θεωρία επεξεργασίας πληροφοριών του ανθρώπινου εγκεφάλου με βάση τα συνειρμικά δίκτυα της ανάκλησης πληροφοριών (μέρος των οποίων είναι και οι αναμνήσεις), και όχι απλά στις Θεωρίες Μάθησης της ΓΣΘ που τα ερεθίσματα συνδέονται μεταξύ τους και ένα ερέθισμα, μπορεί να προκαλεί μια επαναλαμβανόμενη αντίδραση (π.χ. στρες), επειδή συνδυάστηκε με ένα άλλο (π.χ. μηχανή) που θυμίζει το τραύμα (π.χ. ατύχημα - τροχαίο). Ενώ υπάρχει απευαισθητοποίηση (όπως γίνεται και στις πολύ αποτελεσματικές Συμπεριφορικές τεχνικές της ΓΣΘ), το EMDR συνθέτει και άλλες τεχνικές, όπως τον ελεύθερο συνειρμό της Ψυχαναλυτικής Θεραπείας και Γνωστικές τεχνικές, όπως την δουλειά σε επίπεδο πεποιθήσεων και την έκθεση στις τραυματικές αναμνήσεις. Το Θεραπευόμενο άτομο έχει τον έλεγχο της θεραπείας και η επεξεργασία γίνεται μέσα σε ένα μη-κατευθυντικό Προσωποκεντρικό πλαίσιο, μέσω της ενσυναισθηματικής συμπόρευσης του Θεραπευτή.
Η καινοτομία του EMDR έγκειται επίσης, στο ότι εισάγει το διεστιακό ερέθισμα. Κατά την επεξεργασία γίνεται εστιασμός στο εσωτερικό βίωμα (‘’μέσα’’ και ‘’τότε’’) και η προσοχή στρέφεται παράλληλα, στο διεστιακό ερέθισμα και την ασφάλεια της θεραπευτικής σχέσης (‘’έξω’’ και ‘’τώρα’’). Το EMDR είναι αποτελεσματικό και απέναντι σε άλλες Διαταραχές, όπως είναι οι Διαταραχές Σχετιζόμενες με Ουσίες, οι Φοβίες, η Ψυχαναγκαστική-Καταναγκαστική Διαταραχή και ο χρόνιος πόνος, για τα οποία έχουν κατασκευαστεί και ειδικά πρωτόκολλα. Έχει προταθεί ως θεραπεία εκλογής σε συστήματα υγείας της Αγγλίας, Αμερικής, Σουηδίας, και άλλων χωρών και θεωρείται ως η πιο αποτελεσματική μέθοδος μαζί με τις παρεμβάσεις της ΓΣΘ. Τέλος, ως μέθοδος το EMDR έχει ερευνηθεί περισσότερο από κάθε άλλη για τη Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες.
Η Ψυχοτραυματοθεραπεία με το EMDR αποτελείται από 3 στάδια: 1) Την σταθεροποίηση, 2) την επεξεργασία και 3) την προσαρμογή. Αρχικά στο Πρώτο Στάδιο, δημιουργείται μια ασφαλής θεραπευτική σχέση, γίνεται λήψη ιστορικού κι αν χρειαστεί ψυχομετρική αξιολόγηση. Ορίζονται οι θεραπευτικοί στόχοι και ξεκινά η ψυχοεκπαίδευση και υποστήριξη μέσω ενδεδειγμένων τρόπων, για την αποστασιοποίηση από το τραυματικό υλικό. Επίσης, έμφαση δίνεται στην διαχείριση των υποκειμενικών συναισθημάτων, στην ανάπτυξη ‘’φροντίδας εαυτού’’ του ‘’σχετίζεσθαι’’ και του υποστηρικτικού - κοινωνικού δικτύου του ατόμου. Συνήθως το πρώτο στάδιο είναι και το πιο χρονοβόρο μέχρι να προετοιμαστεί κατάλληλα το άτομο για την επεξεργασία.
Στο Δεύτερο Στάδιο, γίνεται η επεξεργασία των τραυματικών βιωμάτων. Η επεξεργασία γίνεται με βάση τη σύνθεση σωματικών αισθήσεων, πεποιθήσεων και συναισθημάτων που σχετίζονται με την τραυματική ανάμνηση. Αφού έχει μάθει το άτομο να αποστασιοποιείται από (όχι να αποφεύγει) το τραυματικό του υλικό, ξεκινάει η επεξεργασία. Στόχος σε αυτό το στάδιο είναι η ενσωμάτωση του τραύματος ως μια συνολική εμπειρία (έναντι της πιθανόν κατακερματισμένης) που έζησε σε συγκεκριμένο χρόνο και χώρο (στο παρελθόν). Το άτομο φτάνει να νοιώθει πως η τραυματική εμπειρία του ανήκει στο παρελθόν και αποτελεί μέρος μιας βιογραφικής εμπειρίας, της οποίας επέζησε και μπορεί να θυμηθεί, χωρίς να προκαλεί ενόχληση ή συναισθηματική δυσφορία.
Στο Τρίτο και τελευταίο Στάδιο, το άτομο έχοντας ενσωματώσει το τραύμα ως μέρος της αυτοβιογραφίας του, δεν το καθιστά πλέον δυσλειτουργικό και αποκτά περεταίρω ωριμότητα. Παρόλο που έχει επηρεαστεί ο τρόπος που έβλεπε παλαιότερα την ζωή και τον εαυτό του, έχει την αίσθηση πως μπορεί να αντιμετωπίσει τις παρούσες δυσκολίες. Εδώ γίνεται μια ανασκόπηση της θεραπείας και της ζωής του ατόμου στο σύνολό της. Πολλοί μάλιστα, σε αυτό το σημείο προχωρούν σε κομβικές αλλαγές στη ζωή τους, κάνοντας αλλαγές στο σύστημα αξιών τους και σε επίπεδο προτεραιοτήτων σε βασικούς τομείς (π.χ. ακαδημαϊκή/επαγγελματική ζωή, σχέσεις).
Οι έρευνες δείχνουν πως μετά από 3 συνεδρίες EMDR τα συμπτώματα της Διαταραχής Μετατραυματικού Στρες υποχωρούν πλήρως στο 84%-90% των περιπτώσεων και υπάρχουν θετικές αλλαγές στο μεταιχμιακό σύστημα του εγκεφάλου (ιππόκαμπος, αμυγδαλή), με υποχώρηση της δραστηριότητας της αμυγδαλής. Αυτό που γνωρίζουμε και από άλλα νευροεπιστημονικά δεδομένα, είναι πως η κακοποίηση (πέρα από τη σωματική/σεξουαλική και η λεκτική) επιφέρει ανατομικές αλλαγές στο προτελικό και τελικό άκρο του ιππόκαμπου (μείωση του όγκου του). Ο ιππόκαμπος αποτελεί το ‘’αρχείο’’ της μνήμης και επικοινωνεί με τον θάλαμο και τον νεοφλοιό του εγκεφάλου. Μια από τις κύριες λειτουργίες του είναι η συναισθηματική μνήμη, η μνήμη χώρου και χρόνου και βοηθά επίσης στη γλωσσική επεξεργασία. Η αμυγδαλή που βρίσκεται όπως και ο ιππόκαμπος, αμφίπλευρα του εγκεφάλου, ‘’δουλεύει’’ μαζί με τον ιππόκαμπο, αναγνωρίζοντας τα στρεσογόνα ερεθίσματα και πυροδοτώντας τον υποθαλαμο-υποφυσιακο-επινεφριδιακό άξονα. Επίσης, άλλα στοιχεία δείχνουν πως για να υπάρξει ποιοτική ανάπτυξη του εγκεφάλου, χρειάζεται να υπάρχει ασφαλής δεσμός με τους φροντιστές του παιδιού. Άλλωστε δεν είναι τυχαίο πως 60%-90% των ανθρώπων με διαταραγμένες σχέσεις στην ενήλικη ζωή έχουν τραυματικό ιστορικό από την παιδική ηλικία. Για αυτό η καλύτερη παρέμβαση θα ήταν η πρόληψη ή παρεμπόδιση τέτοιων καταστάσεων στο οικογενειακό σύστημα. Για μια σύντομη παρουσίαση (demonstration) του EMDR (στα πλαίσια απορρήτου και προστασίας των προσωπικών δεδομένων, χωρίς πραγματικό συμμετέχοντα), δείτε εδώ
.Βιβλιογραφία
American Psychiatric Association (2013). Diagnostic and statistical manual of mental disorders (5th ed.). Washington, DC: Author.
Carlson, N. R. (2004). Physiology of behavior (8th ed.). Needham Heights, MA, US: Allyn & Bacon.
Shapiro, F. (2017). Eye movement desensitization and reprocessing (EMDR) therapy: Basic principles, protocols and procedures (3rd ed.). New York, NY: Guilford Press.
World Health Organization. (1992). The ICD-10 classification of mental and behavioural disorders: Clinical descriptions and diagnostic guidelines. Geneva: World Health Organization.
Βεντουράτου, Δ. (2009). Εισαγωγή στην ψυχοτραυματολογία και στην τραυματοθεραπεία: Η μέθοδος EMDR. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Συστημική Ψυχοθεραπεία
Η Συστημική Θεραπεία ξεκίνησε ερευνώντας το οικογενειακό πλαίσιο και είναι ένα ευρύ εξελισσόμενο μοντέλο που ενσωματώνει κάποιες τεχνικές που βοηθούν και στην ατομική θεραπεία λαμβάνοντας υπόψιν τις σχέσεις, τα σχήματα σχέσεων και το πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζονται. Κάποιες βασικές παραδοχές της Συστημικής Θεραπείας είναι πως οι άνθρωποι στις σχέσεις τους έχουν τα αποθέματα για να ανακαλύψουν και να αναπτύξουν τις δικές τους λύσεις. Μέσω της θεραπείας δημιουργείται η συνθήκη ώστε να ενεργοποιηθούν αυτά τα αποθέματα. Με την βοήθεια του θεραπευτή επιτρέπεται στο άτομο να δει διαφορετικές λύσεις. Μια επιλογή μπορεί να είναι συνάρτηση των 'φωνών' που κουβαλάει κάποιος. Η θεραπευτική περιέργεια του Συστημικού θεραπευτή βοηθάει να ακουστούν οι ψίθυροι αυτών των 'φωνών'. Έτσι συν-κατασκευάζεται η (υποκειμενική) πραγματικότητα του συστήματος στο οποίο βρίσκονται θεραπευτής και άτομο/οικογένεια. Συστημικά ψάχνουμε να δούμε πως συμβαίνουν τα πράγματα με την συμμετοχή όλων (πέρα από το ποιος κάνει τι σε ποιον στο τι κάνουν όλοι μαζί). Άρα «ασθενής» είναι η σχέση και τα προβλήματα βρίσκονται στον αλληλεπιδραστικό κύκλο. Δηλαδή, αναζητείται ποια είναι η σχέση που παγιδεύει τους πρωταγωνιστές και όχι ποιος παγιδεύει ποιον. Σύμφωνα λοιπόν με την Συστημική θεωρία, το πρόβλημα υπάρχει όταν κολλάμε σε διαδραστικούς κύκλους που δημιουργούν και διατηρούν τα προβλήματα, ασθένειες, ψυχοσωματικά κτλ..
Οι οικογενειακές διεργασίες επηρεάζουν την ατομική συμπεριφορά και τα άτομα επηρεάζουν τις οικογενειακές διεργασίες με έναν επαναληπτικό τρόπο. Τα μέλη μιας οικογένειας συχνά πιστεύουν πως διαφορετικά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής τους είναι διαφορετικά προβλήματα ενώ είναι μέρος του γενικότερου προβλήματος. Η αλλαγή ενός μέρους του συστήματος μπορεί να επέλθει από την αλλαγή στο γενικότερο σύστημα. Δεδομένου ότι η επικοινωνία είναι συμπεριφορά και η συμπεριφορά είναι επικοινωνία και δεδομένου πως δεν γίνεται να μην επικοινωνούμε (ακόμη και αν μοιραζόμαστε την σιωπή μας), η Συστημική Θεραπεία (όπως και κάθε άλλη ψυχοθεραπευτική προσέγγιση), δίνει βαρύτητα στον τρόπο που επικοινωνούν μεταξύ τους τα μέλη της οικογένειας (αλλά και ο θεραπευτής με αυτά), είτε μέσω της λεκτικής, είτε μέσω της μη-λεκτικής συμπεριφοράς τους (όταν είναι παρούσα όλη η οικογένεια). Στόχος στην Συστημική Ψυχοθεραπεία είναι η κατανόηση του σχετίζεσθαι και η αναδόμηση των σχεσιακών σχημάτων.
Βιβλιογραφία
Schlippe, Α. & Schweitzer, J. (2008). Εγχειρίδιο της Συστημικής Θεραπείας και Συμβουλευτικής, Ε. Μοτάκη (μτφ.) - Β. Ιωαννίδου (επιμ). Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Συγκινησιακά Εστιασμένη Θεραπεία (Emotionally Focused Therapy - EFT)
Η Συγκινησιακά Εστιασμένη Θεραπεία (Emotionally Focused Therapy - EFT), έχει τις ρίζες της στον συγκερασμό Συστημικών και Προσωποκεντρικών παρεμβάσεων, λαμβάνοντας υπόψιν τις Θεωρίες Δεσμού του Bowlby. Δημιουργήθηκε ως μια συνεκτική προσέγγιση, από τους Johnson και Greenberg στις αρχές του 80’. Λέγεται Συγκινησιακά Εστιασμένη, επειδή εστιάζει στο συναίσθημα (σε σχέση με άλλες προσεγγίσεις, όπως η Γνωστική Συμπεριφορική Ψυχοθεραπεία για παράδειγμα, που εστιάζει περισσότερο στις σκέψεις/πεποιθήσεις και συμπεριφορές). Επίσης, πέρα από την συναισθηματική εμπειρία ως βίωμα εντός του ατόμου, εστιασμός γίνεται και στην οργάνωση των αλληλεπιδραστικών μοτίβων μεταξύ των ατόμων. Το EFT θεωρείται μια βραχεία θεραπεία και η θεραπεία αποτελείται από 3 στάδια που στο σύνολό τους έχουν 9 βήματα. Το EFT είναι αποτελεσματικό στην θεραπεία ετεροφυλόφιλων και ομοφυλόφιλων ζευγαριών, ζευγαριών που κάποιος μπορεί να πάσχει από Κατάθλιψη ή Αγχώδη Διαταραχή (κυρίως όταν το άγχος αφορά τραυματικά βιωμένες σχέσεις). Για περισσότερα και πέραν του συγκεκριμένου μοντέλου για την Θεραπεία Ζεύγους δείτε εδώ. Επιπλέον, άρχισε να βρίσκει εφαρμογή στην ατομική και οικογενειακή ψυχοθεραπεία.
Η διεργασία του EFT βοηθά το να περάσει κάποιος από την αποξένωση στην σύνδεση με τους άλλους και στην παράκαμψη των αμυνών, ώστε να επιτρέψει στο κάθε πρόσωπο να γίνει με έναν ενήλικο τρόπο, ανοιχτό στην εμπειρία της σχέσης του. Το EFT εστιάζει στο εδώ και τώρα των Θερααπυόμενων και οι παρελθούσες εμπειρίες εντάσσονται στο πλαίσιο του δεσμού τους, ενώ συνήθως αποφεύγονται οι ασκήσεις για το σπίτι όπως συνηθίζεται σε άλλες παρεμβάσεις (π.χ. η ανάθεση κάποιου έργου στο σπίτι που γίνεται σε πιο Συμπεριφορικές παρεμβάσεις).
Η αγάπη στα πλαίσια του EFT αποπαθολογικοποιείται, οπότε αναφορές σε όρους που εστιάζουν στην παθολογική αγάπη και την απαλλαγή της ψυχοπαθολογίας της, όπως ‘’συνεξάρτηση’’, ‘’συγχώνευση’’, ‘’μη διαφοροποίηση’’ κ.τ.λ., δεν είναι αποδεκτές και το άτομο δεν ενθαρρύνεται να επιδιώξει την αυτονομία του από τέτοιου είδους παθολογικοποιημένες θεωρήσεις, σε σχέση με την αγάπη. Εναλλακτικά, το EFT προσεγγίζει αυτό το ζήτημα με όρους ‘’αποτελεσματικής εξάρτησης’’ και την αναζήτηση συναισθηματικής στήριξης από άλλους ως ένδειξη δύναμης, μια ικανότητα και ανάγκη, που η Θεωρία Δεσμού ισχυρίζεται ότι έχουν όλοι οι άνθρωποι, ‘’από την κούνια ως τον τάφο’’.
Όταν καλύπτονται οι ανάγκες μεταξύ των συντρόφων η σχέση μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη. Έρευνες δείχνουν πως η αίσθηση μοναξιάς (πράγμα που μπορεί να βιώνεται εκτός αλλά και εντός του γάμου), αυξάνει την αρτηριακή πίεση και διπλασιάζει τον κίνδυνο εγκεφαλικού και καρδιακής προσβολής. Η ποιότητα των σχέσεων είναι πολύ σημαντική και οι σχεσιακές δυσκολίες μπορούν να διπλασιάσουν την πιθανότητα Κατάθλιψης. Το ενθαρρυντικό όμως είναι, πως οι σχέσεις μπορούν να γίνουν προστατευτικός παράγοντας απέναντι στο σοκ, τον πόνο και το στρες.
Με απλά λόγια, η αγάπη λειτουργεί προστατευτικά από τον πόνο, το στρες και το σοκ και η έλλειψή της, ενισχύει την πιθανότητα κάποιος να τα βιώσει. Δεν είναι τυχαίο όταν χρησιμοποιούμε την λέξη ‘’πονάω’’ και για συναισθηματικές αντιδράσεις. Οι απεικονίσεις από λειτουργικές μαγνητικές τομογραφίες εγκεφάλων, δείχνουν ότι η απόρριψη από άλλους και ο αποκλεισμός, ενεργοποιούν μεταξύ άλλων, τον πρόσθιο μεταλόβιο έλικα στον εγκέφαλο, που σχετίζεται με τον φυσικό πόνο. Αυτά τα ερευνητικά δεδομένα βέβαια, επαληθεύουν απλώς την προφανή ανάγκη του ανθρώπου: να δίνει και να δέχεται αγάπη!
Βιβλιογραφία
Johnson, S. M. (2013). Δημιουργώντας σύνδεση. Η πρακτική της συγκινησιακά εστιασμένης θεραπείας ζεύγους, Ξ. Κομνηνός (μτφρ.) - Κ. Πρωτοψάλτη - Πολυχρόνη (επιμ. έκδ.), Π. Πολυχρόνης (επιμ. σειράς). Αθήνα: Ίνδικτος.
Johnson, S. M. (2014). Κράτα με σφιχτά: Επτά συνομιλίες για μια ζωή γεμάτη αγάπη, Ρ. Βεντούρα, (μτφρ.) - Μ. Κλαυδιανού (επιμ. έκδ.). Αθήνα: Gutenberg.
Προσωποκεντρική Ψυχοθεραπεία
Ως μέρος της ανθρωπιστικής ψυχολογίας (για περισσότερα δείτε εδώ), η προσωποκεντρική θεωρία ασχολείται με την εξέλιξη και την ανάπτυξη του ανθρώπου και είναι επηρεασμένη από τα φιλοσοφικά κινήματα του υπαρξισμού και της φαινομενολογίας (Cain, 2001). Ο Rogers που ήταν ιδρυτής της υποστήριξε πως μόνο εάν δούμε το άτομο όπως βλέπει το ίδιο τον εαυτό του, μπορεί να κατανοηθεί η προσωπικότητα του. Μέσα από την έμφασή του στο πως βλέπουν και νοηματοδοτούν οι πελάτες τα βιώματα και την ζωή τους, ονόμασε την θεωρία του «πελατο-κεντρική» (με επίκεντρο τον πελάτη) ή αλλιώς προσωποκεντρική. Οι άνθρωποι έχουν πλήρη συνείδηση του εαυτού τους, γι’ αυτό είναι και υπεύθυνοι να καθορίσουν την πορεία και εξέλιξή τους, με τις πράξεις τους (Μακρόγλου-Γουώλς και συν., 2004).
Η προσωποκεντρική προσέγγιση εδραιώθηκε από τον Rogers με σκοπό να προωθήσει την ειλικρίνεια, την ανάπτυξη, την εξέλιξη και την αλλαγή κατά την διάρκεια της συμβουλευτικής διαδικασίας (Pervin & John, 1999). Κάποιες από τις βασικές αρχές της προσωποκεντρικής προσέγγισης είναι ότι είναι μια, μη κατευθυντική θεραπεία και ότι το άτομο έχει αποθέματα προσωπικής δύναμης (McLeod, 2005). Ο Rogers θεωρούσε πως είναι σημαντικό ο θεραπευτής να παρέχει στον πελάτη άνευ όρων αποδοχή, αυθεντικότητα και ενσυναίσθηση (Rogers, 1961). Δηλαδή, να μπορεί να προσφέρει αποδοχή και ταυτόχρονα να παρέχει υποστήριξη χωρίς να τον κρίνει, ανεξάρτητα από το τι αισθάνεται ή τι κάνει ο πελάτης. Σύμφωνα με τα παραπάνω, πίστευε πως η διαδικασία της θεραπευτικής σχέσης, θα βοηθούσε πολύ να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης (Rogers & Schmid, 1991). Κεντρικό σημείο στην θεωρία του Rogers είναι η αντίληψη πως η ανθρώπινη προσωπικότητα έχει την τάση να αναπτύσσεται, με απώτερο σκοπό την αυτοπραγμάτωσή της (Rogers, 1959). Το άτομο δηλαδή, δραστηριοποιείται για να πραγματώσει, διατηρήσει και να ενδυναμώσει τον εαυτό του. Ακόμη, πίστευε πως το άτομο δεν αντιδρά παθητικά στο περιβάλλον, αλλά προχωρά με γνώμονα, σκοπό και κινητήρια δύναμη να διατηρήσει και να επεκτείνει την εμπειρία του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998). Η τάση αυτή είναι έμφυτη και, αν και μπορεί να καταπιεστεί, δεν μπορεί να καταστραφεί χωρίς την καταστροφή του οργανισμού (Rogers, 1977). Ως οργανισμός, κατά τον ίδιο, περιγράφονται οι βιωματικές εμπειρίες, οι οποίες στο σύνολό τους ονομάζονται και φαινομενολογικό πεδίο και είναι το σημείο αναφοράς κάθε ατόμου. Από την άλλη, υπάρχει και ο εαυτός, που κατά τον ίδιο περιγράφεται ως ξεχωριστός από το φαινομενολογικό πεδίο, και στον εαυτό εμπεριέχονται οι αντιλήψεις, οι αξίες και οι σκοποί (Cain, 2001).
Καθώς αναπτύσσεται η επίγνωση του εαυτού, το άτομο γεννά την ανάγκη για θετική εικόνα. Για αυτό κεντρικό σημείο στην θεωρία του Rogers, κατέχει και η ιδέα της αυτοεικόνας του ατόμου. Η ανάγκη του ατόμου για θετική αυτοεικόνα γεννιέται ως μια μαθημένη ανάγκη, ανάμεσα στις προσωπικές εμπειρίες και την ικανοποίηση ή ματαίωση της ανάγκης για θετική εικόνα (Rogers, 1959). Αν όμως, οι εμπειρίες του ατόμου δεν μπορεί να ικανοποιήσουν τις ανάγκες για θετική εικόνα, τότε δεν θεωρείται «προσαρμοσμένο άτομο» και βρίσκεται σε εσωτερική ασυμφωνία. Μέσα από αυτήν την αντίληψη για την αυτοεικόνα του, το άτομο μπορεί ανάλογα να έρθει σε εσωτερική συμφωνία. Για παράδειγμα, εάν ένα άτομο έχει μια εικόνα του αήττητου και καταφερτζή και αντίληψη για τον εαυτό του κινείται γύρω από αυτήν, σε μια αποτυχία θα έρθει σε εσωτερική ασυμφωνία. Έτσι χάνεται η ενόραση και η επαφή με τον εαυτό και δημιουργείται το άγχος και η σύγκρουση εαυτού και εμπειρίας (McLeod, 2005). Δηλαδή, αν το άτομο καταφέρει να έρθει σε συμφωνία με τον εαυτό του, τότε θα βιώσει την ελευθερία από την εσωτερική ένταση και το άγχος, βρίσκοντας την ταυτότητά του, που θα είναι σύμφωνη και με το σύστημα αξιών του (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998). Σε αυτήν την περίπτωση θα είναι ένα καλά προσαρμοσμένο άτομο (Rogers, 1951).
Ο Rogers (1959) εισήγαγε επίσης την έννοια των «όρων αξίας», που περιγράφει τον τρόπο που η αυτοεικόνα του ατόμου εξαρτάται από την επιρροή των γονιών του και των σημαντικών για το άτομο, άλλων ανθρώπων (McLeod, 2000). Εάν κατά την πορεία ανάπτυξής του οι όροι αυτοί δεν έρχονται σε σύγκρουση με την κάλυψη των αναγκών του, το άτομο δεν παρεμποδίζεται στην πορεία του για αυτό-πραγμάτωση. Ενώ αντίθετα εάν υπάρξει σύγκρουση, προκαλείται εσωτερική ασυμφωνία σταματάει η πορεία προς την αυτοπραγμάτωση και αναπτύσσονται (ανάλογα με την ένταση, την διάρκεια και τον τρόπο διαχείρισης του ατόμου) τα ψυχολογικά προβλήματα. Για παράδειγμα, εάν στην πορεία ανάπτυξης ενός παιδιού, οι γονείς του, του μεταφέρανε το μήνυμα πως μόνο το «άριστα» είναι αποδεκτός βαθμός και το παιδί αποδοκιμάζονταν όταν δεν τα κατάφερνε, θα δημιουργούνταν κάποιοι όροι αξίας. Στην συνέχεια εάν το παιδί έπαιρνε χαμηλότερους βαθμούς, θα έρχονταν σε ασυμφωνία αυτή η εμπειρία με την αυτοαντίληψή του και θα δημιουργούνταν σύγκρουση και άγχος, πράγμα που θα το καθιστούσε μη προσαρμοστικό (McLeod, 2005; Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998). Πιθανότατα, το παιδί θα κατέληγε να κινείται σύμφωνα με τις αξίες των άλλων ή θα απέφευγε να βιώσει την εσωτερική αυτή σύγκρουση μεταξύ του τι θέλει και τι του ενδοβάλλεται από το περιβάλλον ως αξία, διαστρεβλώνοντας μέσα από τους μηχανισμούς άμυνάς του την εμπειρία αυτή και αφήνοντάς την έξω από το αντιληπτικό του πεδίο (McLeod, 2005; Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998).
Σύμφωνα λοιπόν με τα προηγούμενα, ο Rogers έδωσε βαρύτητα στην θερμή υποστηρικτική σχέση. Χρησιμοποίησε την σχέση ως εργαλείο για την επίτευξη των στόχων της θεραπείας και τόνισε κάποιες αρχές που διέπουν την συμβουλευτική σχέση για την επίτευξη της αλλαγής. Αυτές είναι κυρίως η ενσυναίσθητη κατανόηση, η γνησιότητα και η αποδοχή άνευ όρων (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998).
Η ενσυναίσθηση είναι μια δεξιότητα που καλλιεργεί ο σύμβουλος προσπαθώντας να δει τα πράγματα μέσα στο πεδίο που τα βλέπει και τα βιώνει ο ίδιος ο πελάτης. Με την γνησιότητα ο σύμβουλος επιτρέπει να καθρεφτίσει στην συμβουλευτική σχέση τα βιώματα του πελάτη και να είναι ειλικρινής με τα δικά του συναισθήματα και εμπειρίες. Η αποδοχή άνευ όρων είναι αναγκαία, ώστε ο πελάτης να νοιώσει την ελευθερία να κινηθεί ως ξεχωριστό άτομο, έξω από το πλαίσιο των όρων αξίας που έχει ενδοβάλλει από τους σημαντικούς άλλους (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998).
Ο Rogers γράφει (1989), πως εάν υπάρξουν οι παραπάνω συνθήκες, τότε το άλλο άτομο στην σχέση (ο θεραπευόμενος στην προκειμένη):
• Θα βιώσει και θα κατανοήσει πλευρές του εαυτού του τις οποίες είχε καταπιέσει στο παρελθόν.
• Θα αρχίσει να γίνεται πιο ολοκληρωμένο, ικανότερο να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
• Θα αρχίσει να μοιάζει στο άτομο που θα επιθυμούσε να είναι
• Θα καθοδηγεί μόνος του τον εαυτό του και θα έχει περισσότερη αυτοπεποίθηση.
• Θα αποκτήσει βαθμιαία μια πιο ολοκληρωμένη, μοναδική προσωπικότητα και θα εκφράζει τον εαυτό του πιο δυναμικά.
• Θα έχει περισσότερη κατανόηση και αποδοχή για τους άλλους.
• Θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της ζωής με μεγαλύτερη επάρκεια και άνεση (σελ. 56).
Αυτό το αποτέλεσμα πίστευε πως μπορεί να γενικευτεί σε κάθε είδους σχέση και πως βοηθά στην προσαρμογή και ανάπτυξη του ατόμου (Cain, 2001). Η προσωποκεντρική ήταν από τις πρώτες συνεκτικές θεωρίες προσωπικότητας, που βρήκε πρακτική εφαρμογή στο πεδίο της ανθρωπιστικής ψυχολογίας, κυρίως σε θέματα σχέσεων, σε ομαδικές θεραπείες αλλά και σε άλλες ψυχικές διαταραχές (Μαλικιώση-Λοΐζου, 1998).
Παραπομπές
Cain, D. J. (2001). Defining characteristics, history and evolution of humanistic psychotherapies. Washington DC: American Psychological Association.
McLeod, J. (2000). The development of narrative-informed theory, research and practice in counseling and psychotherapy: European perspectives. European Journal of Psychotherapy, Counselling and Health 3, 331-333.
Mc Leod, J. (2005). Εισαγωγή στη Συμβουλευτική. Αθήνα: Μεταίχµιο.
Μαλικιώση-Λοϊζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Pervin, L. A. & John, O. P. (1999). Θεωρίες Προσωπικότητας: Έρευνα και Εφαρμογές, Α.
Αλεξανδροπούλου & Ε. Δασκαλοπούλου (μτφ.) - Ζ. Μπέλλα (επιμ.). Αθήνα: Τυπωθήτω.
Rogers, C. R. (1951). Client-centered therapy. Boston: Houghton Mifflin Co.
Rogers, C. R. (1959). A Theory of Therapy, Personality, and Interpersonal Relationships: As Developed in the Client-Centered Framework. In S. Koch (Ed.), Psychology: A Study of a Science. Formulations of the Person and the Social Context (Vol. 3, pp. 184-256). New York: McGraw Hill.
Rogers, C. R. (1961). On Becoming a Person. A Therapist's View of Psychotherapy. Boston: Houghton Mifflin.
Rogers, C. R. (1977). On personal power. New York: Delacorte.
Rogers, C. R. (1989). Η γένεση του προσώπου. Αθήνα: Ελληνικά γράμματα.
Rogers, C. R., & Schmid, P. F. (1991). Person–zentriert. Grundlagen von Theorie und Praxis. Mainz: Grünewald.
Μακρόγλου-Γουώλς, Μ., Σφυρίδου Π., & Τσέργας, Ν. (2004). Στοιχεία γενικής και εξελικτικής ψυχολογίας. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων.