Οι Διαταραχές Προσωπικότητας αφορούν τα στοιχεία του χαρακτήρα που αναπτύχθηκαν στην παιδική ηλικία του ατόμου και συνήθως εκδηλώνονται από την εφηβεία και μετά. Αποτελούν σταθερά μοτίβα αντίληψης της ζωής και του εαυτού του ατόμου, καθώς και τον τρόπο που σχετίζεται το άτομο σε κοινωνικές και διαπροσωπικές καταστάσεις. Όπως και σε άλλες Διαταραχές από μόνα τους, σαν στοιχεία της προσωπικότητας κάποιου, δεν είναι παθολογικά. Απεναντίας, κάποιες φορές μπορεί να είναι βοηθητικά.
Όταν βέβαια διαταράσσεται η ζωή του ατόμου σε σημαντικούς τομείς όπως η αγάπη, η εργασία/ακαδημαϊκή ζωή και η διασκέδαση ή προκαλεί υποκειμενική δυσφορία στο ίδιο το άτομο και τις σχέσεις του, τότε ενδείκνυται η Ψυχοθεραπεία. Εξυπακούεται πως η Ψυχοθεραπεία πέρα από τη λύση για μια Διαταραχή είναι πολύ χρήσιμη ακόμη και όταν απλά το άτομο στοχεύει στην προσωπική του ανάπτυξη, για παράδειγμα, μέσω της αυτογνωσίας. Αφορμή για κάτι τέτοιο μπορεί να είναι ο εντοπισμός κάποιου στοιχείου της προσωπικότητάς του, που απλά προβληματίζει το άτομο και θέλει να το διερευνήσει συμβουλευόμενο κάποιον Ειδικό ή/και να ζητήσει μια ψυχομετρική αξιολόγηση (με τη χορήγηση κάποιων ψυχολογικών τεστ). Οι Διαταραχές Προσωπικότητας αφορούν ένα διαρκές εσωτερικό βίωμα, που οδηγεί το άτομο στο να μην μπορεί να προσαρμοστεί ή να είναι ασύμβατο, με την αναμενόμενη από την κουλτούρα αντίδρασή του. Η γνωστική του λειτουργία, που σχετίζεται με το πώς ερμηνεύει τις αντιδράσεις της προσωπικότητάς του και αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τους άλλους και τα καθημερινά γεγονότα είναι διαταραγμένη. Διαταραγμένες επίσης είναι, οι συναισθηματικές αντιδράσεις σε επίπεδο έντασης ή μεταβολής του συναισθήματος και ο τρόπος συναισθηματικής αντίδρασης. Τέλος, σε επίπεδο συμπεριφοράς οι Διαταραχές Προσωπικότητας, αφορούν το κατά πόσο είναι λειτουργικές οι διαπροσωπικές σχέσεις κάποιου και κατά πόσο μπορεί να ελέγχει τις παρορμήσεις του (π.χ. εκρήξεις θυμού, απόσυρση από την σχέση).
Οι τύποι προσωπικοτήτων ομαδοποιούνται σε 3 κατηγορίες. Η πρώτη κατηγορία (Α) αφορά άτομα που είναι εκκεντρικά, δηλαδή έχουν παράξενα χαρακτηριστικά. Μπορεί για παράδειγμα να είναι τρομερά καχύποπτα, νοιώθοντας πως οι άλλοι θα τους εκμεταλλευτούν, κατηγορήσουν ή εξαπατήσουν, χωρίς τα άτομα που το βιώνουν αυτό να έχουν βάσιμα στοιχεία. Επίσης, μπορεί να είναι άτομα μοναχικά και να αρνούνται τις σχέσεις με άλλους, επειδή δεν τους ευχαριστούν (οι σχέσεις). Τέλος, μπορεί να πιστεύουν πως έχουν μαγική σκέψη ή μυστικές ικανότητες και να έχουν περίεργη συμπεριφορά ή εμφάνιση. Η δεύτερη κατηγορία (Β) αφορά άτομα που έχουν έντονα συναισθήματα και αστάθεια στις σχέσεις τους. Άτομα σε αυτήν την κατηγορία μπορεί να περιφρονούν, εξαπατούν, λένε ψέματα στους άλλους, να είναι απερίσκεπτα και ασυνεπείς και να έχουν παραβατική συμπεριφορά. Μπορεί να υπάρχει έντονος θυμός που το άτομο να μην μπορεί να τον ελέγξει και παρορμητικά να αναζητά το σεξ, αλκοόλ/ναρκωτικά, φαγητό κ.ά.. Το άτομο μπορεί να τρομάζει στην ιδέα της εγκατάλειψης και την ιδέα ότι θα μείνει μόνο του και κάνει υπερβολικές προσπάθειες για να αποφύγει τη μοναξιά. Υπάρχει περίπτωση να εκφράζει με υπερβολικό τρόπο τα συναισθήματά του και με έντονη θεατρικότητα. Τέλος, άτομα σε αυτήν την κατηγορία πιστεύουν πως είναι (ή θα έπρεπε να είναι) το επίκεντρο. Θεωρούν τον εαυτό τους σπουδαίο και έχουν μια τάση μεγαλομανίας, υπεροψίας και αίσθησης ότι δικαιούνται (και πρέπει να έχουν) ιδιαίτερη μεταχείριση, έχοντας δυσκολία να μπουν στη θέση του άλλου. Η Τρίτη κατηγορία (Γ) σχετίζεται με άτομα που παρουσιάζουν άγχος και φόβο στις σχέσεις τους. Τα άτομα αυτής της κατηγορίας, μπορεί να φοβούνται να εκφράσουν αυτό που νοιώθουν, μεταθέτουν την ευθύνη για σημαντικά πράγματα της ζωής τους σε άλλους (π.χ. προετοιμασία γάμου στους γονείς, εύρεση εργασίας στον/στην σύζυγο) και δυσκολεύονται να πάρουν πρωτοβουλίες και αποφάσεις. Επίσης, μπορεί κάποιο άτομο να αγχώνεται να κάνει τα πράγματα με τέλειο (κατά το ίδιο) τρόπο και να ασχολείται με την λεπτομέρεια, για παράδειγμα σε ηθικό επίπεδο ή την διάταξη αντικειμένων στο χώρο. Τέλος, μπορεί το άτομο να αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές επειδή φοβάται μήπως εκτεθεί ή ντροπιαστεί και νοιώθει κοινωνικά αδέξιο ή ανεπαρκές.
Δυο από τις πιο γνωστές Διαταραχές Προσωπικότητας, με ίσως τη μεγαλύτερη έμφαση στην έρευνα, αποτελούν η Μεταιχμιακή Διαταραχή Προσωπικότητας και η Ναρκισσιστική Διαταραχή Προσωπικότητας (στις οποίες θα γίνει αναφορά σε μελλοντικό άρθρο). Αυτό γιατί μέσα από τις ιδιαιτερότητές τους σε επίπεδο χαρακτηριστικών προσωπικότητας (βλ. μερικά χαρακτηριστικά παραπάνω την κατηγορία Β στην οποία ανήκουν αυτές οι δύο Διαταραχές), τείνουν να αντιστέκονται στην θεραπεία (π.χ. μέσα από εκρήξεις θυμού, καχυποψία και φόβο προς τον Θεραπευτή), όπως συμβαίνει και με τις υπόλοιπες σχέσεις τους. Η βοήθεια του Θεραπευτή μέσα από την Γνωστική Συμπεριφορική Θεραπεία (ΓΣΘ) και τις νέες τάσεις της απέναντι στις Διαταραχές Προσωπικότητας, στοχεύει αρχικά στο να σταθεροποιήσει την θεραπευτική σχέση Θεραπευτή-Θεραπευόμενου. Μέσα σε αυτό το ασφαλές πλαίσιο, διερευνώνται οι βαθύτερες παρελθοντικές πηγές που οργάνωσαν τον τρόπο που το άτομο φιλτράρει και νοηματοδοτεί τις εμπειρίες του στο παρόν. Αυτό μπορεί να αφορά παρελθοντικά επίπονες εμπειρίες, εικόνες, μνήμες και καταστάσεις. Επειδή αυτά τα βιώματα είναι κυρίαρχα και άκαμπτα, ως προς την οργάνωση της δομής της προσωπικότητας κάποιου, από την παιδική ηλικία μέχρι το παρόν, είναι πιο ανθεκτικά και αλλάζουν μεν μέσα από την Ψυχοθεραπεία, αλλά σε μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (συγκριτικά με άλλες Διαταραχές).
Το άτομο μαθαίνει σταδιακά να αναγνωρίζει τις βαθύτερες αιτίες που πυροδοτούν τους συγκεκριμένους τρόπους επεξεργασίας των σκέψεων και αντιδράσεών του, αποκτώντας επίγνωση της πηγής της δυσλειτουργίας στο παρελθόν και της ανάγκης που είχε μείνει ακάλυπτη. Για παράδειγμα, ένα άτομο που ως παιδί στερούνταν την προσοχή και την επικοινωνία με τους γονείς ή φίλους του (πόσο μάλλον αν υπήρχε και επικριτική συμπεριφορά από αυτούς), μπορεί να αναζητά έντονα την προσοχή των υπολοίπων ως ενήλικας και να είναι φλύαρος. Αυτό, μπορεί να έχει ως συνέπεια να κουράζει τους ανθρώπους γύρω του, τελικά να τους απομακρύνει και έτσι να διατηρείται η ακάλυπτη ανάγκη του (αίσθηση αποδοχής και προσοχής), χωρίς να γνωρίζει πώς να βρει ισορροπία στον τρόπο που σχετίζεται. Η θεραπεία σε αυτό το άτομο θα ξεκινούσε με την αναδρομή σε πρώιμες παιδικές σκηνές και μέσω συγκεκριμένων τεχνικών, θα βοηθούσε να αποκτήσει πρόσβαση στις σκέψεις και τα συναισθήματα που υπήρχαν και πιθανόν απέφευγε να βιώσει. Το άτομο μπορεί να δει πιο ξεκάθαρα πως επηρεάστηκαν (ή επηρεάζονται ακόμη) κάποιες αποφάσεις του και πως διατηρείται η δυσλειτουργική του αλληλεπίδραση με άλλους στο παρόν. Με τη βοήθεια του Θεραπευτή το άτομο ενθαρρύνεται να εντοπίσει και να ενισχύσει την υγιή πλευρά του. Φυσικά υπάρχουν και άλλες τεχνικές, όπως αυτές που βοηθούν το άτομο να αξιολογήσει τους τρόπους συμπεριφοράς που το κάνουν πιο προσαρμοστικό στις σχέσεις του. Μέσω αυτών των τεχνικών προσφέρεται η ευκαιρία να ελέγχει το άτομο τις παρελθοντικές του τάσεις και να αποφασίζει με συνειδητό τρόπο, το ποιο/ποια θέλει να είναι σήμερα, ώστε να απολαμβάνει τις σχέσεις του/της.
Βιβλιογραφία
Beck, A. T., & Freeman, A. et al. (1990). Cognitive therapy of personality disorders. New York: Guilford Press.
Van Bilsen, H. & Thomson, B. (2018). Η Γνωστική Συμπεριφορική Προσέγγιση στις Διαταραχές Προσωπικότητας, Ε. Παπαδάκης (Μετάφ.) – Ε. Χάιντς (Επιμ.). Θεσσαλονίνη: University Studio Press.
Young, E. J., Klosko, S., & Weisshaar, E. M. (2008). Θεραπεία Σχημάτων: Ένας οδηγός για το θεραπευτή, Γ. Σίμος (επιστ. επιμ.). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Μάνος, Ν. (1997). Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
Σίμος, Γ. (επιμ.) (2010). Γνωστική - Συμπεριφορική Θεραπεία. Ένας οδηγός στην Κλινική Πράξη. Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη.
Χαρίτου-Φατούρου, Μ & Χαλιμούρδας, Θ. (επιμ.) (2014). Νέες τάσεις στη Γνωσιακή-Συμπεριφοριστική Θεραπεία. Αθήνα: Εκδόσεις Γρηγόρη.